Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Οι εικόνες με τα θύματα της φοβερής λιμοκτονίας είχαν συγκλονίσει την παγκόσμια κοινή γνώμη και ήταν τα πιο τρομαχτικά ντοκουμέντα του πολέμου της Μπιάφρας, που έληξε πριν 50 χρόνια και έβαλε τέλος σε κάθε προσπάθεια ανεξαρτησίας της Ανατολικής Νιγηρίας


Ο πόλεμος της Μπιάφρας

Σαν σήμερα στις 11 Ιανουαρίου 1970, πριν 50 χρόνια, ο στρατηγός Γιακόμπο Γκοβόν, αρχηγός της νιγηριανής στρατιωτικής κυβέρνησης μπορεί να αισθανόταν υπερήφανος για την επίτευξη μιας σκληρής νίκης. Λίγες ώρες πριν είχε ανακοινωθεί η πτώση της πόλης Οβέρι, το τελευταίο οχυρό των αυτονομιστών της επαρχίας της Μπιάφρας. Ο ηγέτης τους συνταγματάρχης Οντουμένγκβου Ογιούκβου διέφυγε σε χώρα του εξωτερικού. Η Δημοκρατία της Ακτής του Ελεφαντοστού, μια από τις λίγες χώρες, οι οποίες είχαν αναγνωρίσει το κράτος της Μπιάφρας πρόκειται να του παραχωρήσει πολιτικό άσυλο. Στον συνεργάτη του υποστράτηγο Φιλίπ Εφιόνγκ πέφτει το βάρος της διαπραγμάτευσης της ειρήνης με την κυβέρνηση του Λάγος. Ο ίδιος ανακοινώνει την χωρίς όρους παράδοση των στρατευμάτων της Μπιάφρας και υπόσχεται ότι ο πληθυσμός θα αναγνωρίσει την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση και θα παραιτηθεί από μελλοντικές ανεξαρτησιακές προσπάθειες. Αυτό είναι το τέλος της εξέγερσης της Μπιάφρας.
Οι στρατιώτες, που μέχρι χθες ήταν αντίπαλοι συναδελφώνονται –οι παλιές αντιπαραθέσεις μεταξύ των φυλών των Ίγκμπο, Χάουζα και Γιορούμπα ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Η 30ή Μαΐου 1967 φαίνεται να βρίσκεται πολύ πίσω: αυτή τη μέρα είχε διαλέξει ο συνταγματάρχης Ογιούκβου για να προχωρήσει στο όνομα των Ίγκμπο στην απόσχιση της βόρειας επαρχίας της Μπιάφρας από τον υπόλοιπο κορμό της Νιγηρίας. Το βήμα αυτό το είχε δικαιολογήσει τότε με την παράλογη πολιτική που ασκούσε η κεντρική κυβέρνηση, την οποία κατηγορούσε πως καταχράται την εξουσία σε βάρος της φυλής των Ίγκμπο και της περιοχής της Μπιάφρας.
Πραγματικά, τώρα μετά τη λήξη του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, η κυβέρνηση του άγος καταβάλλει έντονες προσπάθειες, για να επουλωθούν το γρηγορότερο οι πληγές αυτής της φυλετικής σύγκρουσης. Υπόσχεται πολιτική συμφιλίωσης, ανοικοδόμησης και αποκατάστασης. Κι αυτό είναι μια πικρή αναγκαιότητα: η Νιγηρία μοιάζει με ένα τεράστιο πληγωμένο κορμί, που απαιτεί χιλιάδες θεραπείες για την πλήρη ανάρρωσή του. Παντού όπου κι αν κοιτάξεις κυριαρχούν η εξαθλίωση και ο θάνατος. Επιδημίες και πεινασμένα παιδιά. Οι μεγάλοι δείχνουν ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Ξένοι παρατηρητές εκτιμούν ότι από τα 14 εκατομμύρια κατοίκων της Μπιάφρας τα 2 εκατομμύρια έχουν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια  του πολέμου –κι απ’ αυτούς το 1,5 εκατομμύριο είναι τα θύματα της φοβερής λιμοκτονίας που θερίζει τη χώρα. Οι εικόνες, οι οποίες μεταδίδονται από τα τηλεοπτικά συνεργεία σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αδιάφορο από τις πολιτικές και στρατιωτικές εκτιμήσεις, συγκλονίζουν την παγκόσμια κοινότητα.
Γρήγορα οργανώνονται αποστολές τροφίμων και συλλέγονται χρηματικά ποσά για να βοηθηθεί η πληγείσα από τον πόλεμο χώρα. Ο αρχηγός του κράτους Γκοβόν αποδέχεται με ικανοποίηση όλες τις προσφορές –με εξαίρεση τις αποστολές, που προέρχονται από τη Γαλλία και την Πορτογαλία, γιατί οι παραπάνω χώρες κατά τη διάρκεια του εμφύλιου σπαραγμού είχαν ταχθεί σαφώς υπέρ των εξεγερθέντων. Η Μεγάλη Βρετανία αποστέλλει στη Νιγηρία ως παρατηρητή τον Λόρδο Χάντερ, για να επιτηρήσει την ομαλή ροή των προγραμμάτων βοήθειας. Τέλη Ιανουαρίου 1970 σε αναφορά του προς την αγγλική κυβέρνηση επισημαίνει ότι η κατάσταση αρχίζει να ομαλοποιείται και πως οι άνθρωποι αρχίζουν να επιστρέφουν στις αρχικές τους εστίες.

.........................................................................................................................................................
Το παραπάνω κείμενο του Γ.Θρακιώτη είχε δημοσιευτεί στη στήλη του ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ στον "Βορέα"(τεύχος 55) τον Ιανουάριο του 2010, πριν δέκα χρόνια.
Η πολιτική αφίσα για για τον ΔΙΑΛΟΓΟ ΒΟΡΡΑ-ΝΟΤΟΥ είναι έργο του Γερμανού καλλιτέχνη Klaus Staeck.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου