Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

"Ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί τους δρόμους στους οποίους περπατάει...", υπογραμμίζει στην ενδιαφέρουσα συνέντευξη του ο συγγραφέας Νίκος Δήμου

 

Συνέντευξη

 

«Ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί τους δρόμους στους οποίους περπατάει …»

Υπογραμμίζει στην ενδιαφέρουσα συνέντευξή του ο συγγραφέας Νίκος Δήμου.

Με αφορμή την συμπλήρωση 30 χρόνων από την έκδοση του βιβλίου του «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας».

Του Σταύρου Παπαθανάκη

 

Τριάντα χρόνια συμπληρώθηκαν από την έκδοση του βιβλίου «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» του συγγραφέα Νίκου Δήμου που αποτέλεσε μια εκδοτική επιτυχία και χαρακτηρίστηκε ως ένα βιβλίο αυτογνωσίας και μια οξυδερκή προσέγγιση, μια ανατομία της νεοελληνικής ταυτότητας. «Με την ″Δυστυχία″ σε συνδέουν» - μας καταθέτει ο συγγραφέας – «σχέσεις αγάπης – μίσους. Δεν  είναι από τα βιβλία που σχεδίαζα να γράψω. Μου το επέβαλαν οι συνθήκες, μου το επέβαλε και το κοινό. Επισκίασε το υπόλοιπο έργο μου. Υπάρχουν άλλα βιβλία μου που τα αγαπώ περισσότερο και τα θεωρώ καλύτερα». Το βιβλίο αυτό απηχεί με τον πιο αυθεντικό τρόπο το ύφος και το λόγο τους συγγραφέα. Λόγος πυκνός, αιχμηρός, οξυδερκής, συγκροτημένος. Το βιβλίο παραμένει και σήμερα επίκαιρο. Το αναγνωστικό κοινό το αναζητάει και έχει φτάσει την 25η έκδοση, γεγονός πολύ σπάνιο και ξεχωριστό για βιβλίο του είδους του. Μπορεί το βιβλίο «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» να ήταν η αφορμή για τη συνέντευξη, ωστόσο το τελευταίο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Οι δρόμοι μου» από τις εκδόσεις ″ΩΚΕΑΝΙΔΑ" μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε το συγγραφέα μέσα από ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του. Για τον συγγραφέα, τον δημιουργό. Και πρώτα απ’ όλα για τον άνθρωπο. Είναι ταυτόχρονα αυτοβιογραφία και μυθιστόρημα. Μια αυτοβιογραφική μυθιστορία που μας φωτίζει πολλές πλευρές και πτυχές της ζωής του που καθόρισαν και σφράγισαν την πορεία και την εξέλιξή του. Περισσότερα στις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις μας και στις σελίδες του βιβλίου του.

 

 

 

 

Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια (1975-2005) από την έκδοση του γνωστότερου βιβλίου σας «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας», το οποίο από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως ένα βιβλίο αυτογνωσίας και ως  μια ανατομία της νεοελληνικής ταυτότητας.

Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια τι έχει αλλάξει και πως αξιολογείτε τις κοινωνικές διεργασίες που έχουν επισυμβεί;

 

Φοβάμαι πως δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα – κι αυτά που έχουν αλλάξει, δεν είναι προς το καλύτερο. Η Ελλάδα, με την δεκαετία του ’90, μπήκε σε μία φάση εσωστρέφειας, μισαλλοδοξίας και ανασφάλειας. Η κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού άλλαξε την αριστερά. Από εκεί που ήταν ορθολογική και διεθνιστική – έγινε φανατική και εθνικιστική και βρέθηκε αγκαλιά με την ακροδεξιά. Η εθνικιστική θύελλα των Βαλκανίων εκδηλώθηκε και σε μας με το πρόβλημα της Μακεδονίας.

 

Απόδειξη ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά είναι ότι η «Δυστυχία» γνωρίζει νέα άνθιση στις πωλήσεις. (Πρόσφατα κυκλοφόρησε η 25η έκδοση). Οι περισσότεροι άνθρωποι που την διαβάζουν δεν συνειδητοποιούν ότι γράφτηκε πριν 33 χρόνια, μέσα στην Χούντα. Την βλέπουν σαν απόλυτα επίκαιρη. Όπως έγραψα και στον Δικτυακό μου Τόπο, με σταματάνε σήμερα στον δρόμο και μου λένε: «Καταπληκτικό το τελευταίο σας βιβλίο!» «Ποιο;» «Μα η Δυστυχία!». Χαίρομαι και λυπάμαι που παραμένει τόσο επίκαιρο.

 

Με την «Δυστυχία» με συνδέουν σχέσεις αγάπης-μίσους. Δεν είναι από τα βιβλία που σχεδίαζα να γράψω. Μου το επέβαλαν οι συνθήκες, μου το επέβαλε και το κοινό.  Επισκίασε το υπόλοιπο έργο μου. Υπάρχουν άλλα βιβλία μου που τα αγαπώ περισσότερο και τα θεωρώ καλύτερα.

 

*

*   *

 

Το βιβλίο αυτό πέρα από τα αντίτυπα πώλησης αποτέλεσε αντικείμενο ή καταλύτη ευρύτατων συζητήσεων. Πως οριοθέτησε τις σχέσεις σας με τον πνευματικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο;

 

Περιέργως δεν προκάλεσε σοβαρές συζητήσεις. Κυρίαρχη τότε στα πνευματικά πράγματα ήταν η Αριστερά η οποία αφενός απαξιούσε να ασχοληθεί με κάποιον που δεν ήταν Αριστερός (ούτε Δεξιός άλλωστε) αφετέρου δεν θεωρούσε σημαντικό το ζήτημα της Ταυτότητας – διότι δεν χωρούσε μέσα στην ιδεολογία της. Γι αυτήν τα μόνα θέματα που έπρεπε να απασχολούν ήταν ο Καπιταλισμός και ο Ιμπεριαλισμός και το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε αποπροσανατολιστικό. Βέβαια το θέμα της ταυτότητας αναλύθηκε και μελετήθηκε όσο κανένα άλλο μετά την Μεταπολίτευση και συνεχίζει να πρωταγωνιστεί σε διατριβές και συγγράμματα. Αλλά το βιβλίο που το έθεσε πρώτο, σπάνια αναφέρεται σε αυτά..

 

*

*   *

 

Τι ωθούσε τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή να το δωρίζει σε συνεργάτες με αφιέρωση μάλιστα δική του;

 

Από ότι μου είχε πει ο ίδιος – και επιβεβαιώσει ο στενός συνεργάτης του Τάκης Λαμπρίας – θεωρούσε πως είναι μία πολύ σωστή διάγνωση του Ελληνικού προβλήματος.

 

*

*   *

 

Όλα στη ζωή είναι δρόμος και στη δική σας πολλοί δρόμοι παίζουν τον ιδιαίτερο ρόλο τους. Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον προσωπικό σας δρόμο;

 

Σε ένα παλιό ποίημά μου είχα γράψει τον στίχο: «Ο άνθρωπος, δρόμος και διαβάτης μαζί». Ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί τους δρόμους στους οποίους περπατάει. Φαινομενικά μπορεί να πορευόμαστε στον ίδιο δρόμο, αλλά είναι για τον καθένα διαφορετικός.

 

Δίνοντας στα αυτοβιογραφικά μου κείμενα τα ονόματα των δρόμων στους οποίους έζησα, σκόπευα ακριβώς να επισημάνω την συνεχή κινητικότητα της ζωής μου. Ήμουν πάντα κάπου – αλλά και πάντα καθοδόν.

 

*

*   *

Η κίνηση και τα ταξίδια είναι μια χαρακτηριστική στάση και επιλογή σας. Πόσο ξεχωριστό κάνει το ταξίδι σας στη Βενετία με το «Λυδία» και παρέα με το Νίκο Καββαδία;

 

Από το ταξίδι αυτό μου έχει μείνει μία άγρυπνη νύχτα με ουίσκι και ποιήματα μέσα στην καμπίνα του ασυρμάτου (ο Ν. Κ. ήταν μαρκόνης)  και μία μέρα με θύελλα 10 μποφόρ στην Αδριατική, όπου ο Καββαδίας και εγώ στομαχιάσαμε. Δεν κατέβηκε κανείς επιβάτης στην τραπεζαρία και φάγαμε μόνοι μας όλους τους αστακούς...

 

*

*   *

 

Πως θα περιγράφατε την ταξιδιωτική εμπειρία με το «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ EXPRESS»;

 

Ατέλειωτη. Σαράντα οκτώ ώρες μέσα στην κάπνα και την δυσωδία ενός τραίνου που εμφανιζόταν σαν διεθνές αλλά έκανε χρέη τοπικού – ιδιαίτερα στην Γιουγκοσλαβία η οποία αποτελούσε το 60% της διαδρομής.  Μπαίνανε βγαίνανε χωρικοί με αιγοπρόβατα και παστουρμά, κάπνιζαν όλοι (και εγώ τότε) εξαερισμός κανείς (αν άνοιγες παράθυρο γινόσουν μαύρος από το κάρβουνο) και κάθε τόσο μία βλάβη μας σταματούσε στην μέση του πουθενά..

 

*

*   *

 

Είναι τα χρόνια της μετανάστευσης και των σπουδών σας στη Γερμανία, στο Μόναχο. Ποια σημασία αποδίδετε για τη ζωή σας σ’ αυτή την περίοδο;

 

Ήταν τα πιο καθοριστικά χρόνια – από αυτά αντλώ ακόμα και σήμερα. Έξη χρόνια στα οποία συμπύκνωσα γνώσεις, πείρα, βιώματα, αρκετά για να τροφοδοτήσουν πολλές ζωές.

 

*

*   *

Τι κάνει η παρέα των BUBEN στο Schwabing και ποιος ήταν ο Sascha Kaempfe;

 

Οι Buben ήταν το δεύτερό μου Πανεπιστήμιο. Εκεί φοιτούσα τις νύχτες – κάθε νύχτα. Διαβάζαμε λογοτεχνία, κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις, ανεβάζαμε θεατρικά έργα, γυρίζαμε ταινίες μικρού μήκους. Τα ονόματα των νεαρών αυτής της παρέας είναι σήμερα πασίγνωστα όχι μόνο στην Γερμανία αλλά σε όλη την Ευρώπη – μερικοί σε όλο τον κόσμο. Έγιναν σκηνοθέτες, συγγραφείς καθηγητές πανεπιστημίου, κριτικοί, ζωγράφοι... Ο Sascha, ο φτωχότερος και πιο ταπεινός από όλους μας έγινε ξαφνικά διάσημος και πλούσιος όταν ο (άγνωστος μέχρι τότε) φίλος του, ο Πάστερνακ, πήρε το Νόμπελ και τον όρισε εκπρόσωπο και μεταφραστή του για τον Γερμανόφωνο χώρο.

 

*

*   *

 

Από τον κόσμο των ιδεών στην τεχνολογία. Τι σας γοητεύει στην τεχνολογία; Ποια είναι η σχέση με τον υπολογιστή τώρα και με τη φωτογραφική μηχανή και το αυτοκίνητο;

 

 

        Η τεχνολογία είναι ένα πνευματικό προϊόν του ανθρώπου – όπως και η λογοτεχνία. (Έχω γράψει πως είναι η ίδια λέξη, γραμμένη ανάποδα). Όποιος γνωρίζει, μπορεί να διαβάσει μία μηχανή όπως ένα βιβλίο – να αποκρυπτογραφήσει την σκέψη και την φαντασία του δημιουργού της. Επιπλέον η τεχνολογία είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του ανθρώπου – η δαρβινική μετάλλαξη που του επέτρεψε να επιβιώσει ως είδος. Κι όταν λεω τεχνολογία δεν εννοώ μόνο τις μηχανές αλλά και πράγματα που σήμερα μας φαίνονται φυσικά ενώ δεν είναι. Π. χ. η γεωργία που αποτελεί ένα βιασμό της φύσης. Ιδιαίτερα η τεχνολογία που ονομάζω προεκτατική (γιατί με προεκτείνει σαν άνθρωπο) με γοητεύει: ο υπολογιστής προεκτείνει το μυαλό μου, το κινητό μεταφέρει την φωνή μου, η φωτογραφική γίνεται το τρίτο μάτι μου, το αυτοκίνητο συμπληρώνει τα πόδια μου. Με αυτά τα μέσα ο άνθρωπος δένεται, γιατί αποτελούν μέρη του εαυτού του.

 

*

*   *

 

Τι σας έλκει στη ζωή των παλιών περιηγητών;

Έχετε κάποιο ιδιαίτερο πρότυπο;

Έχετε ασχοληθεί με τις συνθήκες των ταξιδιών τους;

 

Ομολογώ ότι το μόνο που με έλκει στην ζωή τους είναι το γεγονός ότι εισέδυσαν σε παρθένους κόσμους. Ότι μπόρεσαν να απολαύσουν πόλεις και τοπία πριν να τα κατακλύσει ο μαζικός τουρισμός. Είμαι (δυστυχώς και ευτυχώς) αρκετά μεγάλος ώστε να ζήσω κι εγώ μερικές τέτοιες εμπειρίες, να περπατήσω  μόνος σε πόλεις που σήμερα βουλιάζουν από τουρίστες και να δω μόνος μου την Μόνα Λίζα ή τον Παρθενώνα – πράγμα σήμερα αδύνατον. Παλιά είχα φτιάξει μία λίστα από προορισμούς στην Ελλάδα όπου μπορούσε κανείς να απολαμβάνει μόνος. Έχω σβήσει μερικούς, αλλά ευτυχώς οι τουρίστες κινούνται σαν κοπάδια – κι έτσι ακόμα μπορείτε να απολαύσετε μόνος το Αμφιαράειο, το Ηραίο του Άργους, την αρχαία Σικυώνα ή το Δίον.

 

Βέβαια δεν ζηλεύω τους παλιούς περιηγητές για τις συνθήκες του ταξιδιού και τις  ταλαιπωρίες που περνούσαν.

 

*

*   *

 

Τι κρατήσατε από τις περιηγήσεις σας στο Νέστο και τον Έβρο;

 

Λίγα πράγματα – γιατί επισκέφθηκα τους προορισμούς αυτούς βιαστικά και δεν μπόρεσα να τους απολαύσω όπως θα ήθελα. Μου έμεινε μία αίσθηση αιωνιότητας, αυτή που σου δίνουν τα μεγάλα ποτάμια, και μία πλησμονή ζωής. Σκοπεύω και ελπίζω να ξαναπάω με περισσότερη άνεση γιατί αυτά τα τοπία δεν αρκεί μόνο να τα δεις – πρέπει και να τα ζήσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας

*

*   *

Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστον) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη…

*

*   *

Κι όμως στην πραγματικότητα, είναι ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξαντρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, τη μόνιμη πείνα και τη μία τέχνη : της ηθοποιΐας.

*

*   *

Βασικά, ο Έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δυο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από όσα μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα τετραπλάσια από όσα πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νιώθει.

*

*   *

Η υπερβολή δεν είναι μόνο εθνικό ελάττωμα. Είναι τρόπος ζωής των Ελλήνων. Είναι η συνισταμένη του εθνικού τους χαρακτήρα. Είναι η βασική αιτία της δυστυχίας τους, αλλά και η μεγάλη τους δόξα. Γιατί, στο αυτοσυναίσθημα, η υπερβολή λέγεται φιλότιμο. Στη συμπεριφορά, η υπερβολή λέγεται λεβεντιά.

*

*   *

Ο νέο-Έλληνας μοιάζει ευτυχισμένος όταν είναι δυστυχισμένος. Όταν όλα πάνε καλά, αισθάνεται ανήσυχος και απροσάρμοστος. Αν δεν έχει αίτια δυστυχίας, θα ψάξει να βρει.

*

*   *

Βαθιά μες στη ψυχή του Έλληνα συζούν ο Χατζηαβάτης κι ο Μεγαλέξαντρος. Η υπερβολή της κακομοιριάς – και της λεβεντιάς. Η περηφάνια της ύβρης, και η ύβρη της γκρίνιας. Μόνιμες και αρχαίες αιτίες δυστυχίας και δημιουργίας.

*

*   *

Ο Έλληνας θα ξεπεράσει τα εθνικά πλέγματα, μόνο όταν βρει τον εαυτό του. Όταν αποκτήσει ταυτότητα και πρόσωπο. Όταν πάψει να μισεί τον εαυτό του γι’ αυτό που δεν είναι και τον δεχθεί γι’ αυτό που είναι.

*

*   *

Δεν θέλει μόνο «αρετήν και τόλμην» η ελευθερία. Θέλει, κυρίως, γνώση. Και κρίση.

*

*   *

Αλλά μέχρι να φτάσουμε στη γνώση και την ωριμότητα, οι αρρώστιες της ελληνικής ψυχής θα θεμελιώνουν τη δυστυχία –και το μεγαλείο- του Έλληνα.

*

*   *

Άλλο σύμπτωμα: η συνεχής απομυθοποίηση των άλλων – και η μυθοποίηση του εαυτού μας. Η απόλυτη αδυναμία του νέο-Έλληνα να μιλήσει για οποιονδήποτε αξιόλογο συμπατριώτη του χωρίς να πει: «ναι – αλλά …».

*

*   *

Καταναγκαστική η σύγκριση όλων με τον εαυτό μας. Υποχρεωτική. Η απλή παρουσία του άλλου μας θίγει προσκοπικά. Μας απειλεί. Πρέπει να «αναιρεθεί». Άγχος συνεχούς αναμετρήσεως.

*

*   *

Είμαστε πότε ένας μικρός λαός με μεγάλες σκέψεις –και πότε ένας μεγάλος λαός με μικρές σκέψεις…

*

*   *

Ανάμεσα στο μύθο και στο φόβο, ζουν και δημιουργούν οι Έλληνες.

*

*   *

Οι άλλοι λαοί έχουν θεσμούς. Εμείς έχουμε αντικατοπτρισμούς.

*

*   *

Τα μόνα επικίνδυνα κατεστημένα στην Ελλάδα είναι η γεροντοκρατία, η γραφειοκρατία και η μητριαρχία.

*

*   *

Ενώ οι μισοί Έλληνες προσπαθούν να μεταμορφώσουν την Ελλάδα σε ξένη χώρα, οι άλλοι μισοί ξενιτεύονται.

*

*   *

Είμαστε μια από τις λίγες χώρες που έχει περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες από κατοίκους.

*

*   *

Οι Έλληνες πάντα θα γυρεύουν την πατρίδα τους σε άλλες πατρίδες –και τις άλλες πατρίδες στη δική τους.

*

*   *

Όπως ο άνθρωπος κουβαλά το προπατορικό αμάρτημα –ο Έλληνας κουβαλάει το σόι του.

*

*   *

Όλη τη μεθοδικότητα και το σύστημα, που μας λείπουν από την καθημερινή μας ζωή και εργασία, τις συγκεντρώνουμε στη μυστική αποστολή μας: να καταστρέψουμε όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά αυτόν τον ωραίο τόπο που μας έταξεν η μοίρα.

*

*   *

Κάπου μέσα μας πιστεύουμε πως δεν είμαστε άξιοι να ζούμε σ’ έναν τόσο ωραίο τόπο. Και προσπαθούμε να τον φέρουμε «στα μέτρα μας». Στο επίπεδο μας. Έτσι τον χτίζουμε στο τσιμέντο και το σκουπίδι.

*

*   *

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! (Μην απελπίζεστε: Ας προσπαθήσουμε λίγο ακόμη…).

*

*   *

Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα πάθεις έμφραγμα.

*

*   *

Το θλιβερότερο θέαμα στον κόσμο: Δέκα Έλληνες διανοούμενοι σ’ ένα δωμάτιο. Ο καθένας να προσπαθεί να μεταβάλλει τους άλλους σε ακροατήριο.

*

*   *

Ας είναι ό,τι θέλει η ψυχή του Έλληνα –ένα να μη γίνει: φτηνή κι ανώνυμη.

*

*   *

Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Γι’ αυτό «αντισταθείτε!», που είπε ο ποιητής. Αντισταθείτε όμως, ελληνικά.

*

*   *

Τρελοί πρέπει να είμαστε οι Έλληνες. Όπως τρελός είναι, για τους αστούς, ο τραγικός ήρωας. «Ιερή μεγάλη τρέλα» ήταν ό,τι σωστό κατορθώσαμε ως τα τώρα – είτε πέτυχε, είτε δεν πέτυχε.

Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας

*

*   *

Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστον) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη…

*

*   *

Κι όμως στην πραγματικότητα, είναι ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξαντρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, τη μόνιμη πείνα και τη μία τέχνη : της ηθοποιΐας.

*

*   *

Βασικά, ο Έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δυο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από όσα μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα τετραπλάσια από όσα πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νιώθει.

*

*   *

Η υπερβολή δεν είναι μόνο εθνικό ελάττωμα. Είναι τρόπος ζωής των Ελλήνων. Είναι η συνισταμένη του εθνικού τους χαρακτήρα. Είναι η βασική αιτία της δυστυχίας τους, αλλά και η μεγάλη τους δόξα. Γιατί, στο αυτοσυναίσθημα, η υπερβολή λέγεται φιλότιμο. Στη συμπεριφορά, η υπερβολή λέγεται λεβεντιά.

*

*   *

Ο νέο-Έλληνας μοιάζει ευτυχισμένος όταν είναι δυστυχισμένος. Όταν όλα πάνε καλά, αισθάνεται ανήσυχος και απροσάρμοστος. Αν δεν έχει αίτια δυστυχίας, θα ψάξει να βρει.

*

*   *

Βαθιά μες στη ψυχή του Έλληνα συζούν ο Χατζηαβάτης κι ο Μεγαλέξαντρος. Η υπερβολή της κακομοιριάς – και της λεβεντιάς. Η περηφάνια της ύβρης, και η ύβρη της γκρίνιας. Μόνιμες και αρχαίες αιτίες δυστυχίας και δημιουργίας.

*

*   *

Ο Έλληνας θα ξεπεράσει τα εθνικά πλέγματα, μόνο όταν βρει τον εαυτό του. Όταν αποκτήσει ταυτότητα και πρόσωπο. Όταν πάψει να μισεί τον εαυτό του γι’ αυτό που δεν είναι και τον δεχθεί γι’ αυτό που είναι.

*

*   *

Δεν θέλει μόνο «αρετήν και τόλμην» η ελευθερία. Θέλει, κυρίως, γνώση. Και κρίση.

*

*   *

Αλλά μέχρι να φτάσουμε στη γνώση και την ωριμότητα, οι αρρώστιες της ελληνικής ψυχής θα θεμελιώνουν τη δυστυχία –και το μεγαλείο- του Έλληνα.

*

*   *

Άλλο σύμπτωμα: η συνεχής απομυθοποίηση των άλλων – και η μυθοποίηση του εαυτού μας. Η απόλυτη αδυναμία του νέο-Έλληνα να μιλήσει για οποιονδήποτε αξιόλογο συμπατριώτη του χωρίς να πει: «ναι – αλλά …».

*

*   *

Καταναγκαστική η σύγκριση όλων με τον εαυτό μας. Υποχρεωτική. Η απλή παρουσία του άλλου μας θίγει προσκοπικά. Μας απειλεί. Πρέπει να «αναιρεθεί». Άγχος συνεχούς αναμετρήσεως.

*

*   *

Είμαστε πότε ένας μικρός λαός με μεγάλες σκέψεις –και πότε ένας μεγάλος λαός με μικρές σκέψεις…

*

*   *

Ανάμεσα στο μύθο και στο φόβο, ζουν και δημιουργούν οι Έλληνες.

*

*   *

Οι άλλοι λαοί έχουν θεσμούς. Εμείς έχουμε αντικατοπτρισμούς.

*

*   *

Τα μόνα επικίνδυνα κατεστημένα στην Ελλάδα είναι η γεροντοκρατία, η γραφειοκρατία και η μητριαρχία.

*

*   *

Ενώ οι μισοί Έλληνες προσπαθούν να μεταμορφώσουν την Ελλάδα σε ξένη χώρα, οι άλλοι μισοί ξενιτεύονται.

*

*   *

Είμαστε μια από τις λίγες χώρες που έχει περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες από κατοίκους.

*

*   *

Οι Έλληνες πάντα θα γυρεύουν την πατρίδα τους σε άλλες πατρίδες –και τις άλλες πατρίδες στη δική τους.

*

*   *

Όπως ο άνθρωπος κουβαλά το προπατορικό αμάρτημα –ο Έλληνας κουβαλάει το σόι του.

*

*   *

Όλη τη μεθοδικότητα και το σύστημα, που μας λείπουν από την καθημερινή μας ζωή και εργασία, τις συγκεντρώνουμε στη μυστική αποστολή μας: να καταστρέψουμε όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά αυτόν τον ωραίο τόπο που μας έταξεν η μοίρα.

*

*   *

Κάπου μέσα μας πιστεύουμε πως δεν είμαστε άξιοι να ζούμε σ’ έναν τόσο ωραίο τόπο. Και προσπαθούμε να τον φέρουμε «στα μέτρα μας». Στο επίπεδο μας. Έτσι τον χτίζουμε στο τσιμέντο και το σκουπίδι.

*

*   *

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! (Μην απελπίζεστε: Ας προσπαθήσουμε λίγο ακόμη…).

*

*   *

Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα πάθεις έμφραγμα.

*

*   *

Το θλιβερότερο θέαμα στον κόσμο: Δέκα Έλληνες διανοούμενοι σ’ ένα δωμάτιο. Ο καθένας να προσπαθεί να μεταβάλλει τους άλλους σε ακροατήριο.

*

*   *

Ας είναι ό,τι θέλει η ψυχή του Έλληνα –ένα να μη γίνει: φτηνή κι ανώνυμη.

*

*   *

Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Γι’ αυτό «αντισταθείτε!», που είπε ο ποιητής. Αντισταθείτε όμως, ελληνικά.

*

*   *

Τρελοί πρέπει να είμαστε οι Έλληνες. Όπως τρελός είναι, για τους αστούς, ο τραγικός ήρωας. «Ιερή μεγάλη τρέλα» ήταν ό,τι σωστό κατορθώσαμε ως τα τώρα – είτε πέτυχε, είτε δεν πέτυχε.

......................................................................................................................................................................


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

 

Ο Νίκος Δήμου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. τελείωσε το Κολέγιο Αθηνών, ενώ παράλληλα σπούδαζε γαλλική φιλολογία στην Αθήνα. 1954-1960: φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1958. ακολούθησαν άλλα πενήντα οκτώ- ποίηση, πεζά, δοκίμια, σάτιρα, μεταφράσεις- που έχουν κάνει πολλές ανατυπώσεις (πλήρης κατάλογος στο τέλος του βιβλίου).

Το 1962 άρχισε να εργάζεται στη διαφήμιση. Η εταιρεία που ίδρυσε το 1965 ανέβηκε γρήγορα στις πρώτες θέσεις της ελληνικής αγοράς. Εκτός από τις επιτυχημένες εμπορικές διαφημίσεις, η εταιρεία διακρίθηκε για τις κοινωφελείς πρωτοβουλίες της (π.χ. το σήμα «Δεν ξεχνώ» για την Κύπρο). Το 1983 αποσύρθηκε από την επιχειρηματική δραστηριότητα για να ασχοληθεί αποκλειστικά με το γράψιμο.

Από το 1979 δημοσιογραφεί: επώνυμες στήλες στα περιοδικά: Επίκαιρα, 4 Τροχοί, Τέταρτο, Φωτογράφος, Status, Odyssey, RAM, Car και στις εφημερίδες: Το Βήμα, Καθημερινή, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Έθνος της Κυριακής. Ήταν ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που δημιούργησε τηλεοπτικές εκπομπές. Συντόνιζε (1979-1980) την εκ0πομπή «Μία Ταινία – μία Συζήτηση». Επανήλθε το 1987 με την εκπομπή «Διάλογοι», το 1991 με τις «Περιπέτειες Ιδεών» και το 1999 με τις «Μεγάλες Παρεξηγήσεις». Ήταν επίσης ο πρώτος που από το 1997 απέκτησε δικό του Τόπο στο Internet (http:www.ndimou.gr). Στο ραδιόφωνο ανήκε στην ιδρυτική ομάδα του «9,84 FM». Αργότερα είχε εκπομπές και στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Στο ενεργητικό του έχει δύο δημοσιογραφικά βραβεία (Ιπεκτσί και Μπότση) και δέκα παραιτήσεις.

Από το 1950 φωτογραφίζει. Έχι δημοσιεύσει δύο φωτογραφικά άλμπουμ, έχει κάνει τρεις εκθέσεις φωτογραφίας και έχει κρατήσει φωτογραφικές στήλες σε περιοδικά.

Το 1997 το Δημοτικό Συμβούλιο της Ερμούπολης πατρίδας της μητέρας του, τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη. Το 2000 τιμήθηκε για την πνευματική προσφορά του με το Βραβείο «Δημήτρης Μητρόπουλος».

.............................................................................................................................................................

Η συνέντευξη του συγγραφέα Νίκου Δήμου στον "Βορέα"(τεύχος 6) το Νοέμβριο 2005, πριν 15 χρόνια, είχε γίνει με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων(1975-2005) από την έκδοση του βιβλίου του "Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας", στο δε αυτοβιογραφικό υπό τον τίτλο "Οι δρόμοι μου" περιέχει ίσως τις καλύτερες περιγραφές για τη ζωή των Ελλήνων φοιτητών, που ουσιαστικά ήταν οι πρώτοι που από τα χρόνια της προπολεμικής περιόδου είχαν ανοίξει το δρόμο για τη Γερμανία, τα πανεπιστήμια της οποίας ήταν και παραμένουν ψηλά στις προτιμήσεις τους.

Σταύρος Παπαθανάκης









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου