Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Παύλος Γερουλάνος:«Η αγάπη για τον άνθρωπο ως θεμέλιο της Δημοκρατίας»



     
    «Πηγή της δύναμης της Δημοκρατίας, ως μορφή εξουσίας, είναι ότι διεκδικεί να κοιτάζει κάθε πολίτη στα μάτια. Όχι αφ’ υψηλού, όπως η Αριστοκρατία. Ούτε με απέχθεια, όπως ο λαϊκισμός. Αλλά στα ίσα, όπως ταιριάζει σε ισάξιους συνομιλητές.
    Γιατί; Διότι στη Δημοκρατία όλοι έχουν αξία. Αλλιώς κανένας δεν έχει.
    Αυτή η ισότητα στη σχέση εξουσίας και εξουσιαζόμενου, σε μια Δημοκρατία προέρχεται, ή τουλάχιστον πιστεύω εγώ ότι προέρχεται, από ένα συναίσθημα που αποφεύγουμε να εκφράσουμε στον πολιτικό μας λόγο.
    Ένα συναίσθημα που καθορίζει, σε κάποια του μορφή, τις περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις που διέπονται από βαθύ αλληλοσεβασμό: Το συναίσθημα της αγάπης.
    Κανένα άλλο συναίσθημα, εκτός από ατόφια και αδιαπραγμάτευτη αγάπη για τον άνθρωπο, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πολίτευμα, όπως η Δημοκρατία, που σέβεται τον πολίτη χωρίς όρια.
    Που τον σέβεται, σε τέτοιο βαθμό, που του ζητάει… (όχι μόνο ζητάει, αλλά απαιτεί) από κάθε πολίτη να συναποφασίζει και να συνδιαμορφώνει το συλλογικό μας μέλλον.
    Όμως, όπως τα περισσότερα ζευγάρια που έχουν ζήσει πολλά χρόνια μαζί, το συναίσθημα της αγάπης στη σχέση του πολίτη με το πολίτευμα, χάνεται κάπου πίσω από τον κυνισμό της καθημερινότητας.
    Η σκληρή καθημερινότητα μας κάνει συχνά να ξεχνάμε γιατί είμαστε μαζί ως κοινωνία που σέβεται κάθε άνθρωπο, ως αναπόσπαστο κομμάτι του συλλογικού μας μέλλοντος.
    Συχνά λοιπόν, στον πολιτικό λόγο της καθημερινότητάς μας επικρατεί ο κυνισμός, το μικροσυμφέρον, η εσωστρέφεια. Καμιά φορά το μίσος. Ειδικά για πράγματα που δεν κατανοούμε. Η σημερινή μέρα όμως, κάθε άλλο από καθημερινή είναι στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
    Μια μέρα καθημερινή, το έργο μας ως εκπρόσωποι του λαού, είναι να καθορίζουμε τους κανόνες που διέπουν τις μεταξύ μας σχέσεις.
    Η δουλειά μας είναι να βρούμε τη σωστή ισορροπία, τη σωστή τομή μεταξύ δύο ή παραπάνω συμφερόντων.
    Περιβάλλον και Ανάπτυξη για παράδειγμα. Γνώση και Εργασία. Διαφάνεια και Αποτελεσματικότητα. Γραφειοκρατία και Ευημερία.
    Μια στις τόσες όμως, όπως σήμερα για παράδειγμα, δεν κάνουμε αυτό.
    Κάνουμε κάτι πολύ πιο βαθύ και πολύ πιο δύσκολο. Μια στις τόσες, καλούμαστε να πάρουμε απόφαση που αντανακλά πώς αντιλαμβανόμαστε τον συνάνθρωπό μας. Κατά πόσο τον θεωρούμε αναπόσπαστο κομμάτι του κοινού μας μέλλοντος.
    Έτσι λοιπόν, σήμερα κρίνουμε αν ένας ή μία συμπολίτης μας έχει τη δυνατότητα να νιώσει την απαραίτητη αγάπη, να μεγαλώσει σωστά ένα παιδί.
    Να μεγαλώσει ένα παιδί με την ίδια, αδιαπραγμάτευτη αγάπη που έχει ένας γονιός που το έχει γεννήσει. Και τέτοιου είδους αποφάσεις, με τρόπο εξαιρετικά δραματικό, καθορίζουν το συλλογικό μας μέλλον.
    Για να το κάνω λιανά, σήμερα δεν ψηφίζουμε κάτι που μπορούμε αύριο να διορθώσουμε.
    Ψηφίζουμε κάτι που θα κρίνει κατά πόσον η δική μας γενιά κατάλαβε τι σημαίνει να βλέπεις κάθε πολίτη ως ίσο. Αν μπορεί και θέλει να κοιτάζει κάθε πολίτη στα μάτια. Όχι μόνο για το σήμερα. Αλλά για τις πολλές γενιές στο μέλλον.
    Διότι, αυτό που σήμερα ψηφίζουμε αργά ή γρήγορα, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, θα γίνει και κοινά αποδεκτό και Νόμος του κράτους.
    Πώς το γνωρίζω; Διότι, το ένα καλό του χρόνου στη Δημοκρατία είναι ότι λειτουργεί πάντα υπέρ των δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου. Αυτή είναι άλλωστε η δύναμη του πολιτεύματος.
    Ότι αργά ή γρήγορα, μας βοηθάει να καταλάβουμε αυτό, που ίσως δεν καταλαβαίνουμε σήμερα. Ειδικά σε ό,τι αφορά την αγάπη και τον σεβασμό μας για τον συνάνθρωπό μας.
    Ο χρόνος στις Δημοκρατίες δεν κατάφερε ποτέ μα ποτέ να σταματήσει την εξέλιξη της δυνατότητάς μας να αποδεχθούμε και να αγκαλιάσουμε τον συνάνθρωπό μας, όσο και αν δεν καταλαβαίναμε αρχικά από πού προέρχεται και τι πρεσβεύει.
    Άρα, αυτό για το οποίο κρινόμαστε σήμερα, δεν είναι αν θα δώσουμε τη δυνατότητα σε ένα παιδί να μεγαλώσει με δύο μανάδες ή δύο μπαμπάδες. Αυτό είναι κάτι που έχει συμβεί πολύ συχνά στην ελληνική οικογένεια αν κοιτάξει κανείς λίγο πίσω στην ιστορία μας. Και συμβαίνει νομιμότατα από τότε που θεσμοθετήσαμε το σύμφωνο συμβίωσης.
    Αυτό που αποφασίζουμε σήμερα, είναι αν οι δύο γονείς που μεγάλωσαν μαζί και με αγάπη ένα παιδί θα έχουν τη νομική κάλυψη να μεγαλώσουν το παιδί που αγαπούν, ακόμα και αν αυτό χάσει τη μητέρα που το γέννησε ή τον πατέρα που το υιοθέτησε.
    Για να το κάνω λιανά: Αν ένα παιδί, που γεννήθηκε ή υιοθετήθηκε από ένα γονέα, χάσει τον βιολογικό ή θετό του γονέα θα μεγαλώσει σε ένα σπίτι που το αγαπάει; Ή θα φροντίσει για αυτό καλύτερα ένα ορφανοτροφείο;
    Δε νομίζω ότι υπάρχει νοήμον άνθρωπος που θα έπαιρνε αυτό το παιδί από τον άνθρωπο που το αγάπησε.
    Άρα, εδώ δεν κρινόμαστε από το πόσο καλοί νομοθέτες είμαστε αλλά από το πόσο σωστοί άνθρωποι και πραγματικοί δημοκράτες είμαστε.
    Θα νομοθετήσουμε με τρόπο που θα κοιτάζει κάθε άνθρωπο στα μάτια ή θα χάσουμε την ευκαιρία να πάει τη Δημοκρατία μας μπροστά;
    Δυστυχώς, και αυτό έχει αποσυντονίσει την συζήτησή μας, αυτό το Νομοσχέδιο δεν κατατέθηκε από αγάπη. Κατατέθηκε από καιροσκοπισμό και για αυτοεξυπηρέτηση. Αλλιώς, δεν εξηγείται γιατί το συζητάμε τόσο καιρό, χωρίς κείμενο.
    Γιατί αφήσατε χωρίς πυξίδα την κοινωνία, να φαντάζεται με τρόπο χυδαίο τις πιο φρικτές και ψευδείς εικόνες.
    Γιατί αφήσατε την κοινωνία να νομίζει ότι διακυβεύονται ο χαρακτήρας της, ο θεσμός της οικογένειας ή η ειλικρίνεια της Δημοκρατίας μας.
    Γιατί αφήσατε να αμφισβητηθούν βασικά δικαιώματα που είχαμε οι περισσότεροι κάποτε αγκαλιάσει.
    Και για αυτό, φέρετε την ευθύνη εσείς προσωπικά κ. Σκέρτσο και ο Πρωθυπουργός.
    Σήμερα, όμως, δεν κρινόμαστε εμείς από τα ατοπήματα που έκανε η Νέα Δημοκρατία στην κατάθεση του Νόμου αυτού αλλά από τη δική μας στάση απέναντι στον άνθρωπο. Απέναντι στον συνάνθρωπό μας.
    Και για αυτό, πριν κλείσω, θα ήθελα να αποταθώ στους Βουλευτές που ακόμα δεν έχουν αποφασίσει από ποια σκοπιά θα κοιτάξουν το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο.
    Αν διαφωνούμε για το μέλλον της Ανθρωπότητας ή της Δημοκρατίας, τότε θα διαφωνήσουμε στην ψήφο μας.
    Αν όμως συμφωνούμε, θα ήθελα να σας καθησυχάσω:
    Πολιτικός που ψήφισε με τη συνείδησή του, δεν το μετάνιωσε ποτέ.
    Ακόμα και εκείνες ή εκείνοι που διαφώνησαν με την απόφασή που πήρε ένας ή μία από εμάς, τελικά μας αποδέχονται. Καμιά φορά, μας παραδέχονται κιόλας.
    Αντίθετα, πολιτικός που ψήφισε απέναντι στην συνείδησή του, από φόβο να μην εκλεγεί ξανά, δεν σταμάτησε ποτέ να το μετανιώνει.
    Σας καλώ λοιπόν, να ακούσετε προσεκτικά τους ψηφοφόρους σας και να κρίνετε κατά πόσον οι ανησυχίες τους ευσταθούν τόσο ώστε να ψηφίσετε απέναντι σε κάτι που βοηθάει συνανθρώπους μας να νιώσουν αναπόσπαστο κομμάτι του κοινού μας μέλλοντος.
    Απέναντι σε κάτι, που αν δεν συμβεί σήμερα με εμάς, θα συμβεί αύριο χωρίς εμάς.
    Αν κρίνετε, όπως και εγώ, ότι σε λίγο όλα αυτά θα έχουν ξεχαστεί, όπως έγινε με το σύμφωνο συμβίωσης, τότε ψηφίστε με τη συνείδησή σας. Και αφιερώστε τον χρόνο που σας μένει ως Βουλευτές να εξηγείτε στους αντίθετους γιατί θέλετε ως εκπρόσωποί τους να τους κοιτάτε όλους και πάντα στα μάτια.
    Σας διαβεβαιώνω, ότι αυτοί που χρειάζεστε θα το εκτιμήσουν. Και ψηφίστε «ναι», ώστε η Δημοκρατία μας να πάει μπροστά.
    Ώστε να αγκαλιάσει ακόμα περισσότερους συμπολίτες μας, ως αναπόσπαστο κομμάτι του συλλογικού μας μέλλοντος. Ώστε να δείξουμε, για μια ακόμα φορά, ότι στη Δημοκρατία μας, η αδιαπραγμάτευτη αγάπη για τον συνάνθρωπό μας, δεν θα σβήσει ποτέ».
    H ομιλία μου στην Ολομέλεια της Βουλής – 14.02.2024




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου