Στο τιμόνι είναι ο στρατιώτης Αλέξανδρος Αραμπατζίδης, στην θέση του συνοδηγού ο Ανθυπολοχαγός Δημήτριος Σαμαράς, πίσω ακριβώς εγώ κοιτώντας από το παράθυρο και προσπαθώντας να συλλέξω όσες περισσότερες εικόνες μπορώ από το μαγευτικό τοπίο του χιονισμένου Έβρου. Προορισμός μας τα Μαράσια, το χωριό του Δήμου Τριγώνου, που έγινε ευρύτερα γνωστό στο Πανελλήνιο εξαιτίας της βράβευσης της Κυράς των Μαρασίων από την Ακαδημία Αθηνών. Πιο κάτω τα παγωμένα νερά του Έβρου, επικίνδυνα περάσματα των παράνομα εισερχομένων μεταναστών, πιο εκεί τα νερά του Άρδα, « σημάδια» της γεωγραφίας που ενώνουν τρεις χώρες. Πού και που κάποιο σκυλί πετάγεται στο δρόμο, οι μοναδικές ψυχές που φαίνονται να κινούνται στους ξεχασμένους, από τους ανθρώπους, παρόχθιους οικισμούς. Ο ήχος των στρατιωτικών αυτοκινήτων διακόπτει την ηρεμία του τοπίου. Αριά και πού, από κάποιο στενό δρομάκι, καλυμμένο και εκείνο με χιόνι, εμφανίζεται, με το κεφάλι σκυφτό για να προστατευτεί από το κρύο και το αναμμένο τσιγάρο στα χείλη, και κανένας κάτοικος του ακριτικού τόπου. Τα παράθυρα των σπιτιών κλειστά, τα παντζούρια κατεβασμένα, οι καπνοί στις καμινάδες και κάποιες πατημασιές στο χιόνι, μαρτυρούν μόνον ότι υπάρχουν άνθρωποι, ότι ο τόπος κατοικείται. Δύσκολη διαδρομή, που την κάνει ακόμη πιο δύσκολη το στρώμα του πάγου που καλύπτει τον δρόμο, κυρίως, όμως, η εγκατάλειψη και η ερήμωση που εισπράττει, διερχόμενος τους οικισμούς, ο ανυποψίαστος επισκέπτης.
105 ΧΡΟΝΙΑ ΖΩΗΣ ΠΑΡΟΧΘΙΑ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Φτάνουμε στον προορισμό μας, ένα μικρό σπιτάκι, λευκό με γαλάζια παραθυρόφυλλα είναι όλη η περιουσία της γιαγιάς Βασιλικής Λαμπίδου, πριν μπούμε μέσα μας καλωσορίζει ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κοτζαϊτσης, τακτικός επισκέπτης της γιαγιάς. Πίσω ακριβώς από το σπίτι, δίπλα σχεδόν από την αυλή, τα νερά του ποταμού Έβρου και πιο εκεί η Τουρκία, «εγώ όχι μόνο τους βλέπω τους Τούρκους, αλλά τους ακούω κιόλας, μιλάω μαζί τους» θα μας πει αργότερα η Κυρά των Μαρασίων. Την βρίσκουμε να κάθεται στο ντιβάνι, με το μπαστουνάκι στο χέρι, ζεσταινόμαστε για λίγο στην σόμπα της, που καίει από το πρωί και μετά τις πρώτες, αναγνωριστικές πιο πολύ κουβέντες, η συζήτηση ξεκινά με το χρόνο να γυρίζει πολύ πίσω…
Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΜΑΡΑΣΙΩΝ…
«Τα ρούχα των στρατιωτών τα έπλυνα χρόνια, πόνεσαν τα χέρια μου να πλένω» λέει και απλώνει το ένα της χέρι να αγγίξει τα δικά μου, το άλλο, μετά από ένα σπάσιμο, το κουνά με περισσότερη προσοχή και πιο σπάνια. «Μας σήκωσαν οι Τούρκοι από το Μεγάλο Ζαλούφι της Ανατολικής Θράκης. Μετά πήγαμε στην Βουλγαρία και ύστερα ήρθαμε εδώ. Καλά που ήταν ο Βενιζέλος τότε, Κρητικός αν τον έχεις ακουστά, ο Θεός να τον συγχωρέσει, ήταν πολύ καλός με τους πρόσφυγες, και χαϊβάνια μας έδωσε και σπίτια, χάρη σ’ αυτόν μπορέσαμε να σταθούμε». Τα μάτια της συχνά δακρύζουν, «κλαίνε, όποτε θέλουν» λέει η γιαγιά Βασιλική και με μιας σταματά την διήγηση της για να τα σκουπίσει. «Γεννήθηκα το 1904, τα χρόνια του Πρώτου Πολέμου, είμαι 105 χρονών. Έτσι δεν είναι Δημήτρη;» ρωτά και μόλις ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κοτζαϊτσης της γνέφει ναι με ένα χαμόγελο συνεχίζει «Εδώ, στα Μαράσια τα έζησα τα περισσότερα χρόνια, εδώ πάντρεψα την παρα-θυγατέρά μου. Στην Γερμανία είναι τώρα και εγώ είμαι μόνη εδώ, με τον Στρατό, με τα παλικάριά μου». Οι παγωμένες σταγόνες της βροχής πέφτουν τώρα πιο δυνατά στο παράθυρο του μικρού σπιτιού. Η καθημερινή συντροφιά της γιαγιάς, ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κοτζαϊτσης, σηκώνεται γεμίζει με ξύλα την σόμπα και ξανακάθεται στο πλευρό της. Στο ίδιο πλευρό έχουν καθίσει, για να της κάνουν συντροφιά, δεκάδες στελέχη και οπλίτες που πέρασαν αρχικά από το Φυλάκιο Ε50 και τώρα από το Φυλάκιο στην γέφυρα της Σ/Γ των Μαρασίων. «Στο Φυλάκιο Ε50 πήγαινα γιατί με φώναζαν τα παιδιά, «Έλα γιαγιά να μας δείξεις πώς γίνεται το φαγητό» έλεγαν «γιατί βρε δεν ρωτάτε τη μάνα σας;» τους πείραζα εγώ «μας είπε, αλλά δεν θυμόμαστε, έλα βρε γιαγιά» έλεγαν ξανά εκείνα κι έτσι τους λυπόμουν και πήγαινα. Μέχρι να ξαναφύγω και να επιστρέψω στο σπίτι μου με φώναζαν πάλι». Κοντά στην γιαγιά Βασιλική και με τις δικές της οδηγίες έμαθαν και εκείνα να μαγειρεύουν το χοιρινό με λάχανο και το ψάρι να το συνοδεύουν με πλιγούρι. «Δυσκόλεψαν τα πράγματα για μένα όταν έσπασε το χέρι μου, από τότε, αντί να τους βοηθώ εγώ, με βοηθάνε εκείνα» παραδέχεται η Κυρά των Μαρασίων, που βλέπει την πόρτα της να ανοίγει και να ξεπροβάλλουν άνδρες ντυμένοι στο χακί. Της λένε μια καλημέρα, ρωτούν πώς είναι, σκουπίζουν, σφουγγαρίζουν το δωμάτιο που μένει, της κουβαλούν ξύλα από την αποθήκη και με την ίδια φροντίδα και στοργή της σκουπίζουν τα δάκρυα κάθε φορά που κατηφορίζουν στο πρόσωπό της.
Κάθε φορά που σηκώνει τη σημαία η καρδιά της, χτυπάει πιο γρήγορα, πιο δυνατά, νιώθει την ψυχή της να φτερουγίζει.
Το 1974, όταν έκλεισε η σιδηροδρομική γραμμή, που συνδέει την Ελλάδα με την Τουρκία, το Φυλάκιο μεταφέρθηκε από το κτίριο, που είναι δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς, το γνωστό Ε50, σ’ αυτό που βρίσκεται τώρα, δίπλα στην γέφυρα των Μαρασίων. Η γιαγιά Βασιλική, όμως, δεν έπαψε στιγμή να νοιάζεται για τους στρατιώτες του Φυλακίου. Όπως δεν έπαψε να σηκώνει την ελληνική σημαία, γιατί, όπως λέει, κάθε φορά που το κάνει χτυπάει η καρδιά της πιο γρήγορα, πιο δυνατά, νιώθει την ψυχή της να φτερουγίζει. «Τώρα που με βάραιναν τα χρόνια με βοηθούν να την δένω στον ιστό οι φαντάροι της Περιπόλου, «ελάτε παιδιά» τους λέω και εκείνα τρέχουν να σταθούν στο πλευρό μου, να σφίξουν γερά το σχοινί στον ιστό και να καμαρώσουν μαζί μου, με την ίδια περηφάνια. Τώρα, τα χρόνια πέρασαν, αν δεν πάρω το μπαστούνι στο χέρι ένα βήμα δεν μπορώ να κάνω με σιγουριά».
«Η Ελλάδα είναι για όλον τον κόσμο καλή, όχι μόνο για μένα»
Χάρη στον Φράγκο και στον Πέτρο Μελέτη, όπως λέει, ξεκίνησε αυτό το «δέσιμο» με το Στρατό, «μέχρι και παρέλαση έκαναν στην αυλή μου». Μέρα την μέρα, χρόνο το χρόνο, η σχέση αυτή δυνάμωνε μέχρι που η γιαγιά των Μαρασίων, έγινε γιαγιά του Φυλακίου, δική τους γιαγιά. Θρύλος ζωντανός στα χείλη και στις διηγήσεις όλων εκείνων που υπηρέτησαν τη θητεία τους περνώντας από εκείνο το σημείο του Έβρου. Σταματά για λίγο τις κουβέντες της, αφήνει έναν μικρό αναστεναγμό και μένει σιωπηλή κοιτώντας τις φλόγες και τον δικό τους χορό. «Η Ελλάδα είναι για όλον τον κόσμο καλή, όχι μόνο για μένα» λέει ξανά, σπάζοντας την περίεργη σιωπή που έχει απλωθεί στην μικρή καμαρούλα. Ένας χώρος μια σταλιά, σκέφτομαι, κι όμως είναι το «βασίλειο» αυτής της σπουδαίας γυναίκας. Η λέξη «Ελλάδα» στα χείλη της ακούγεται πιο όμορφη, από ότι ήδη είναι. « Και τους Τούρκους, όμως, δεν τους βλέπω μόνο ως Τούρκους, αλλά ως γείτονες, που τους ακούω να μιλούν, και καταλαβαίνω τι λένε. Ξέρω και ελληνικά και τούρκικα, και βουλγάρικα και αρβανίτικα» προσθέτει με καμάρι για τον πλούτο των γλωσσών που γνώρισε, όχι σε κάποιο φροντιστήριο, αλλά γιατί έτσι τα έφερε η ζωή, η ιστορία και η γεωγραφία της προσφυγιάς και της μετανάστευσης. «Θα έρθει μια μέρα που οι Τούρκοι θα μας «φάνε», όχι ο λαός, αλλά οι στρατηγοί και οι πολιτικοί τους» προβλέπει και αντιλαμβανόμενη την αγριάδα των λόγων της προσθέτει «αν δεν βάλουμε όλοι μυαλό για να προστατέψουμε την ειρήνη».
Στα 105 χρόνια μου, πολλά είδα, πολλά γνώρισα και πάρα πολλά πέρασα
Οι φαντάροι του Φυλακίου της ανοίγουν την πόρτα, «μου φέρνουν ψωμί και νερό, σκουπίζουν και σφουγγαρίζουν το σπίτι, κουβαλούν ξύλα από την αποθήκη. Ό,τι τους πω, το κάνουν» λέει πάλι για τους άνδρες με τα χακί ρούχα και τα γεμάτα ζωντάνια βλέμματα. «Από τα ορφανά παιδιά, που υπηρετούσαν εδώ, δεν έπαιρνα ποτέ χρήματα για το πλύσιμο των ρούχων τους, ούτε μια δεκάρα, ίσα – ίσα χαρτζιλίκι τους έδινα από τις λίγες δεκάρες που είχα εγώ. Έζησα την ορφάνια και την ξέρω». Όπως έζησε και είδε πολλά στον ένα αιώνα και κάτι ζωής… «Εκείνος που είναι γερός και του έχει πολλά χρόνια γραμμένα ο Θεός, πολλά περνάει, πολλά βλέπει, πολύ βασανίζεται. Περνάει πολλές λαχτάρες, γεύεται πολλές πίκρες και κάποιες λίγες χαρές, που προσπαθεί να τις φυλάξει στην καρδιά του. Έτσι και εγώ, στα 105 χρόνια μου, πολλά είδα, πολλά γνώρισα και πάρα πολλά πέρασα. Κάθομαι και τα συζητώ με τους φαντάρους τα βάσανά μου και μου λένε, «γιαγιά, τόσα που πέρασες, πώς αντέχεις;» απορώ κι εγώ πώς αντέχω. Τέσσερα παιδιά είχα, δεν είχα ένα, έφυγαν στον άλλον τον κόσμο και έμεινα μόνη να μαλώνω πότε με την μοναξιά μου, πότε με την τηλεόραση και πότε με τους φαντάρους…Ακόμη και με σένα που ήρθες, θέλω να μαλώσω για να νιώσω πως είμαι ζωντανή, για να περάσει και αυτή η μέρα» λέει πάλι η γιαγιά των Μαρασίων και με τρυφερό τρόπο απλώνει το χέρι της να αγγίξει το δικό μου, «ίσως πάλι και να μην σε μαλώσω, τόση χαρά μου έδωσες που ήρθες» λέει και με δάκρυα στα μάτια εξομολογείται σχεδόν: «Μου λείπουν τα «χελιδονάκιά μου», αν είχα τα παιδιά μου, μια χαρά θα περνούσα, τώρα δεν έχω κανέναν, μόνο εσάς. Ήμασταν έντεκα αδέρφια, εγώ ήμουν η μεγαλύτερη, η μάνα μου ήταν άρρωστη, πέθανε νέα, μας άφησε όλα μικρά, ορφανά. Από όλα τα αδέρφια, μόνο εγώ ζω, εγώ πέρασα και πολλά». Μαζί με τον τόπο που την κράτησε στην προσφυγιά της, τα Μαράσια, είδε τους κατοίκους να φεύγουν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. «Ρήμαξε ο τόπος, ό,τι βάζει με το μυαλό του ο καθένας, αυτό και κάνει, παίρνει το δρόμο που θέλει και φεύγει. Ρήμαξε ο τόπος» επαναλαμβάνει με πόνο γνωρίζοντας ότι έμεινε εκείνη να φυλάσσει τις δικές της Θερμοπύλες, «Μια γειτονιά έχω καλή. Οι άλλοι έφυγαν στον άλλον κόσμο» λέει πάλι με την ίδια πίκρα που αφήνει η ζωή, όταν τα χρόνια κυλούν παίρνοντας μαζί τους και τους ανθρώπους.
Το χθες με το σήμερα γίνονται ένα. Η βροχή έχει από ώρα δυναμώσει, μαζί και το κρύο. Ο ανθυπολοχαγός Δημήτριος Σαμαράς κόβει σε μικρά κομμάτια το φρέσκο κουλούρι που έφερε για την γιαγιά Βασιλική και της το δίνει. Η αγάπη του Στρατού στην ποδιά της σκέφτομαι και κοιτώ την μεγάλη κορνίζα στον τοίχο, στιγμιότυπο από την τελετή βράβευσης της γιαγιάς στην Αθήνα και στην Ακαδημία Αθηνών, «είπα πολλά σε εκείνη την τελετή για τον Στρατό», λέει τώρα «πιάνοντας» και εκείνη το βλέμμα μου, «όλα ήταν αλήθεια, όμως, ούτε ένα ψέμα από το στόμα μου. Ο Στρατός με βοήθησε και με βοηθάει και τώρα. Παλιοί φαντάροι, που υπηρέτησαν εδώ και με γνώρισαν, ήρθαν κοντά μου, σε εκείνη την τελετή, να μου σφίξουν το χέρι και να μου θυμίσουν ποια χρονιά υπηρετούσαν εδώ πάνω. Τότε σκέφτηκα: «τουλάχιστον Βασιλική, θα φύγεις από αυτή τη ζωή, αλλά θα έχεις ακούσει και ένα ευχαριστώ, από τον Στρατό».
Το πλάνο ενός πολιτικού στην από ώρα ξεχασμένη ανοιχτή τηλεόραση επαναφέρει τη γιαγιά Βασιλική στο τώρα, «Ξέρεις τι λέω κάθε φορά που τους βλέπω τους πολιτικούς στην τηλεόραση; Να ζήσουν πολλά χρόνια, αλλά αρμονικά, δεν χρειάζονται τσακωμοί, φτάνει με τα μαλώματα, τα βαρέθηκε ο κόσμος. Και να έχουν μυαλό να μην βάζουν τους ανθρώπους να σκοτώνονται. Πολύ κακό πράγμα ο πόλεμος, μεγαλύτερο κακό δεν υπάρχει».
«Είναι η γιαγιά του Φυλακίου»
Ο Υποδιοικητής του Τάγματος που έχει την ευθύνη του Τομέα της προκάλυψης, ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κοτζαϊτσης την ακούει με προσοχή, «οι σχέσεις μας την γιαγιά είναι σχέσεις υποχρέωσης» δηλώνει και εξηγεί «το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για ένα άτομο, όπως η γιαγιά, είναι αυτά που κάνουμε κάθε μέρα. Της παρέχουμε το πιο απλό, αλλά ουσιαστικό, την παρουσία μας, όλα τα άλλα είναι επουσιώδη, είναι το ελάχιστο. Δείχνουμε το ενδιαφέρόν μας, θέλουμε να ξέρει κάθε μέρα, ότι την νοιαζόμαστε, όπως έκανε και εκείνη στο παλιό Φυλάκιο 50, που απέχει τριάντα μέτρα από το σπίτι της για τους στρατιώτες του, μαγείρευε, φρόντιζε και ενδιαφερόταν για τους νέους που ήταν εκεί». Είναι, όπως λέει, η γιαγιά που, ίσως, κάποιοι έχασαν ή η γιαγιά που έχουν την τύχη να έχουν κάποιοι δύο φορές, αυτό το αισθανόμαστε όλοι. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μας, όπως νοιαζόμαστε για τους στρατιώτες του Φυλακίου, έτσι ενδιαφερόμαστε και για την γιαγιά. Είναι κομμάτι της ζωής του Φυλακίου. Καθημερινά περνάμε από εδώ, τουλάχιστον δύο φορές, έχουμε καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία».
16 περίπου άτομα υπηρετούν την θητεία τους στην πρώην σιδηροδρομική γέφυρα των Μαρασίων. Ο ελεύθερος χρόνος κυλά με Nova, Dvd, επιτραπέζια παιχνίδια, αλλά και με μια βόλτα στο σπίτι της γιαγιάς. «Ανά βδομάδα φροντίζουμε να εναλλάσσουμε το προσωπικό για να μην επιμηκύνουμε την άδεια παραμονής τους, να παίρνουν την άδειά τους για να επισκέπτονται τους οικείους τους» δηλώνει ο Ταγματάρχης και ο Λοχαγός Αθανάσιος Τριανταφυλλίδης προσθέτει: «από θέμα διαβίωσης και εγκαταστάσεων είμαστε πάρα πολύ καλά».Παλαιότερα η σιδηροδρομική γραμμή περνούσε μέσω τουρκικού εδάφους, από το 1974 καταργήθηκε. Ακριβώς στη μέση της γέφυρας συνδέονται δύο ποταμοί ο Άρδας με τον Έβρο. Κάπου εκεί ανταμώνουν και οι ώρες της μοναξιάς της μελών της περιπόλου, κι αυτό το «βάρος» της μοναξιάς φαίνεται να το γνωρίζει καλά η Κυρά των Μαρασίων. «Η γιαγιά του Φυλακίου, όλοι οι στρατιώτες, πιθανόν να τη γνώριζαν και από τα κανάλια, πριν έρθουν εδώ. Όταν έρχονται, όμως, γίνεται, η δική τους γιαγιά, κάθε μέρα που περνά, φροντίζουν πάντα οι στρατιώτες του Φυλακίου να επισκέπτονται το σπίτι της, για να δουν αν είναι καλά, είναι μια σχέση αγάπης και σεβασμού αυτή» σημειώνει ο Λοχαγός Αθανάσιος Τριανταφυλλίδης και ρίχνει ένα βλέμμα προς το μικρό άσπρο σπιτάκι, το τελευταίο του χωριού, το πρώτο κοντά στα παγωμένα νερά του Έβρου και στην Τουρκία.
«Αν είμαστε γερές, αντάμα πάλι θα έχουμε»
Δεν μπορεί να μας συνοδέψει στην πόρτα, τα πόδια της αυτό το Χειμώνα, βάραιναν πολύ, όπως λέει. «Γιαγιά θα τα ξαναπούμε» της λέω, «Αν είμαστε γερές, αντάμα πάλι θα έχουμε» λέει εκείνη και τότε σηκώνω το χέρι εγώ για να σκουπίσω ένα δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπό της. Στην επιστροφή ο Στρατιώτης Αλέξανδρος Αραμπατζίδης είναι προσηλωμένος στην οδήγηση και ο Ανθυπολοχαγός Δημήτριος Σαμαράς στα δελτία κίνησης που έχει μπροστά του, η σιωπή τους πολύτιμη, για να επιστρέψω και πάλι στα λόγια της γιαγιάς Βασιλικής «Αν είμαστε γερές, αντάμα πάλι θα έχουμε» λέω τώρα στον εαυτό μου για να γλυκάνω κάπως τον πόνο του χωρισμού…
.......................................................................................................................................
Η συνέντευξη αυτή της Μαρία; Νικολάου με την κυρα-Βασιλική είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 46) τον Απρίλιο 2009, πριν 15 χρόνια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου