Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ-Του Ζήση Φυλλαρίδη
Μέσα στην πλούσια πνευματική και λαογραφική παράδοση του Σουφλίου, ξεχωρίζει και μία άλλη, ξεχωριστή πλευρά που συνδέθηκε αρκετά με το παρελθόν αυτού του τόπου. Και ο λόγος για την βαθιά εκκλησιαστική παράδοση που πέρα από το πνευματικό έργο που άφησε στην περιοχή αυτή ανά τους αιώνες, έδωσε και μία διαφορετική εικόνα στο πρόσωπο της πόλης του μεταξιού.
Στο παρόν κείμενο, έχοντας λάβει υπόψη τις σπάνιες ιστορικές μαρτυρίες που έχουν κατά καιρούς διασωθεί, αλλά και την βαριά Ορθόδοξη κληρονομιά που μεταφέρει εκτός από την υπόλοιπη της παράδοση η πόλη του μεταξιού, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία όσο το δυνατόν καλύτερη εικόνα για τον ιερό χαρακτήρα που κατέχει ένα από τα μνημεία της περιοχής μας. Και ο λόγος για τον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου που εδώ και 2 αιώνες αποτελεί έναν πνευματικό φάρο, που εκτός από την πνευματικότητα του περιέχει μέσα του μία ολόκληρη ιστορία….
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραθέτει ο Χρήστος Παπασταματίου στο σπάνιο και δυσεύρετο πλέον έργο «Λαογραφικά Σουφλίου», πριν κτιστή ο ναός του Αγίου Αθανασίου με την σημερινή του μορφή, στην ίδια θέση υπήρχε ένα μικρό παρεκκλήσι, που ήτανε και αυτό αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο. Όμως η περιοχή όπου βρισκόταν το εν λόγο κτίσμα ήταν αρκετά δασώδης, και έτσι μόλις φαινότανε η κορυφή της σκεπής του που ξεπρόβαλε επάνω από τις κορυφές των ψηλών δένδρων. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις καταστάσεις εκείνης της εποχής, αλλά και τον τρόπο κατασκευής του ιερού, εύκολα βγαίνουμε στο συμπέρασμα πως ο τόπος αυτός μάλλον πρέπει να είχε επιλεγεί εξαρχής, έτσι ώστε το εκκλησάκι να είναι καλά κρυμμένο και να μην αποτελεί στόχο για τους όποιους αλλόπιστους κατακτητές που θα περνούσανε από την περιοχή.
Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Χ.Παπασταματίου, κάποιος γνωστός του είχε αφηγηθεί πως λίγο ποιο κάτω από αυτό το εκκλησάκι βρισκότανε και ένα πηγάδι κτισμένο με πέτρινη στέγη που έμοιαζε με φτερά αετού. Από το πηγάδι αυτό όπως λέει έπαιρναν νερό όλοι οι κάτοικοι της «Καρκατσελιάς», δηλαδή του άνω μέρους του Σουφλίου. Η δε «Πλατεία Νίκης» όπως ονομάζεται η περιοχή που βρίσκεται σήμερα κάτω από τον Άγιο Αθανάσιο, δεν ήτανε παρά μία χαράδρα περιτριγυρισμένη από ψηλά δένδρα και πυκνούς θάμνους, γεγονός που μάλλον είχε ως αποτέλεσμα η πλατεία να αποκαλείται μέχρι και σήμερα από τους Σουφλιώτες «Σαρπ Μπουνάρ» που σημαίνει δασωμένο πηγάδι.
Όταν όμως το 1840 οι κάτοικοι και ο μητροπολίτης αποφάσισαν να ανακατασκευάσουν την εκκλησία, ανακατέταξαν και ολόκληρη την γύρω περιοχή, καθώς όπως μας αναφέρει ο Χρήστος Παπασταματίου η ρεματιά «με προσωπική εργασία των κατοίκων καθαρίστηκε, ισοπεδώθηκε και παράλληλα με την εκκλησία έγινε και το σχολείο, καθώς και η μικρή πλατεία».
Όπως μας μαρτυρά και η επιγραφή που βρίσκεται στο εξωτερικό μέρος του ιερού, ο ιερός ναός του Αγίου Αθανασίου περατώθηκε το 1848. Το τέμπλο κατασκευάστηκε από τον Στρατή Κελεδούρη, τον φημισμένο για την εποχή τεχνίτη από την Ανατολική Θράκη. Σύμφωνα δε με την τοπική παράδοση ο πατέρας του ήτανε καλύτερος τεχνίτης και σκάλισε λίγο πιο ύστερα το τέμπλο της κάτω εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Κατά μία άλλη μαρτυρία όμως η εκδοχή αυτή δεν είναι αληθινή, καθώς το γεγονός ότι το τέμπλο της κάτω εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου είναι αρκετά ποιο πολύπλοκο και καλαίσθητο, οφείλεται στην καλύτερη πληρωμή που είχαν λάβει οι τεχνίτες του! Όποια όμως εκδοχή και αν ισχύει μέσα στις τοπικές παραδόσεις και μαρτυρίες, το σίγουρο είναι πως μιλάμε για δύο ναούς που οι επισκέπτες θαυμάζουν για τα τέμπλα τους, που δεν υπάρχουνε αντίστοιχα σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας. Και αυτό βέβαια οφείλεται στο ότι οι τεχνίτες αυτοί, πατέρας και υιός ήσαν οι ποιο φημισμένοι σε ολόκληρη την Θράκη, καθώς είχαν φιλοτεχνήσει τα τέμπλα αρκετών ναών της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Ας συνεχίσουμε όμως κάνοντας και μία αναφορά σχετικά με το εσωτερικού του ναού.
Κατ’ αρχήν πρέπει να αναφέρουμε ότι τα μάρμαρα του δαπέδου, λέγεται ότι τα κουβαλούσανε οι νέοι από το σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι εκείνο το σημείο με τη ράχη! Κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου απίθανο καθώς αν αναλογιστούμε το γεγονός πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχανε ούτε τα στοιχειώδη μεταφορικά μέσα, και μάλιστα σε μία τοποθεσία με τόση ανηφοριά, αυτός ήτανε και ο μοναδικός τρόπος του να μεταφερθούν εδώ οι μαρμάρινες πέτρες. Έτσι οι νέοι της επάνω γειτονιάς είχαν βάλει τάμα να κουβαλήσουν όσα κομμάτια μπορούσαν περισσότερα.
Τα παράθυρα του ναού, είναι σχετικά μικρά, και το λιγοστό φως που εισέρχεται στο εσωτερικό – ειδικότερα κατά τις παλαιότερες εποχές όπου υπήρχε η έλλειψη του ηλεκτρικού ρεύματος – δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την δημιουργία της λατρευτικής ατμόσφαιρας. Αυτό βέβαια επιτείνεται περισσότερο αν λάβουμε υπόψη μας ότι για να εισέλθει κανείς από τον Νάρθηκα στον κυρίως ναό, πρέπει να κατέβει και τρία σκαλοπάτια, γεγονός που δίνει στον επισκέπτη την αίσθηση ότι κατεβαίνει σε κάποιον υπόγειο χώρο.
Όταν όμως το 1957 οι χονδροί πέτρινοι τοίχοι άρχισαν να παρουσιάζουνε ρωγμές κρίθηκε αναγκαία η επισκευή του ναού, και έτσι η Επιτροπή συμβουλεύτηκε κάποιους μηχανικούς, οι οποίοι όμως ήτανε της άποψης πως έπρεπε να κατεδαφιστεί ο ναός και να κτιστεί στη θέση του άλλος καινούργιος. Όπως όμως μας πληροφορεί ο Χρήστος Παπασταματίου κάτι τέτοιο βέβαια δεν θα μπορούσε εξαρχής να συμβεί καθώς τόσο η έλλειψη χρημάτων αλλά και το γεγονός ότι οι Σουφλιώτες θα στερούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα αυτόν τον ιερό τους χώρο, αποτελούσαν γεγονότα που απέτρεπαν μία τέτοια ενδεχόμενη ενέργεια. Έτσι τα αρχικά σχέδια άλλαξαν και με την πρωτοβουλία του δραστήριου ιερέα Αρχιμ. Παπα-Σπυρίδωνα, έγινε έρανος, ο οποίος σε συνδιασμό με μία μικρή κρατική αρωγή έδωσε την ευκαιρία να ανακατασκευαστεί ο ναός και σύμφωνα πάντα με το καλλιτεχνικό γούστο το Παπα-Σπυρίδωνα να γίνει όπως μας λέει ο Χρ.Παπασταματίου «χάρμα οφθαλμών», μία εικόνα που διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας! Το έργο αυτό βέβαια μαρτυρεί και η επιγραφή που συναντά σήμερα ο επισκέπτης στην αριστερή πλευρά της εισόδου του ιερού ναού: «Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΕΠΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ-ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΥΡΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜ ΣΙΓΑΛΑ ΕΦΗΜΕΡΕΥΟΝΤΟΣ ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΕΥΟΝ ΤΩΝ ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΑΨΑΛΙΔΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΛΠΑΚΛΗ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΤΕΛΗ ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔ. ΓΛΥΣΤΡΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩ ΕΥΣΕΒΩΝ ΕΝΟΡΙΤΩΝ ΣΩΤΗΡΙΩ, ΕΤΕΙ 1957».
Το δε καμπαναριό χρονολογείται στο 1882 και είναι ολόκληρο κτισμένο από πελεκητή πέτρα, ενώ έχει κτιστεί επάνω σε βραχώδη βάση.
Όπως αναφέρει στα «Λαογραφικά Σουφλίου» ο Χρ. Παπασταματίου πριν κτισθεί το κωδωνοστάσιο, στο βράχο που ήταν εκεί, ήταν τοποθετημένο ένα «σήμαντρο», δηλαδή ένα ειδικό σιδερένιο έλασμα μήκους 1 μ. και πλάτους 0.20 μ. Μ’ αυτό καλούσαν τους πιστούς κάθε Κυριακή και γιορτή, καθώς και καθημερινά κατά τις ώρες του όρθρου και του εσπερινού.
Όπως είναι γνωστό άλλωστε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας απαγορευότανε η χρήση των καμπαναριών, και η όποια ειδοποίηση των πιστών γινόταν με ξύλινα ή σιδερένια σήμαντρα που ήτανε εγκατεστημένα σε διάφορα σημεία της πόλης, στημένα κυρίως σε πρόχειρα κτίσματα. Δηλαδή κάτι ανάλογο που συμβαίνει ακόμη και σήμερα στα μοναστήρια όπου οι μοναχοί ειδοποιούνται με τον ήχο των σήμαντρων.
Άξιο αναφοράς είναι και το εικονοστάσι της εκκλησίας όπου υπάρχουνε αρκετές ανεκτίμητης αξίας παλιές εικόνες, αρκετές από τις οποίες είναι θαυμάσιας τεχνοτροπίας.
Μεταξύ αυτών αναφέρουμε μερικές από αυτές μαζί με τις επιγραφές και τα αφιερώματα τους:
i. Εικόνα Αγίου Αθανασίου που βρίσκεται παρά του εικονοστασίου και χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα
ii. Εικόνα των Μυροφόρων που χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα
iii. Ρωσικό Εικόνισμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που χρονολογείται στο 1906 και βρίσκεται μέσα στο Ιερό
iv. Εικόνα της Κυριακής των Βαΐων που χρονολογείται στα μέσα του 19ου αιώνα
v. Εικόνα της Αγίας Παρασκευής του 1969
vi. Χρυσοκέντητος Επιτάφιος που χρονολογείται στο 1834
Επίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι ένα από το ιερότερα κειμήλια (και ίσως το παλαιότερο) είναι και ένα Ιερό Ευαγγέλιο που βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Ιερού, και χρονολογείται στο 1671 και δωρίθηκε στον Ναό το 1862 από κάποιον άγνωστο δωρητή. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι και το γεγονός ότι τα γράμματα του κειμένου του εν λόγω Ευαγγελίου είναι Βυζαντινής γραφής.
Εκτός όμως από τις ιερές εικόνες έχει διασωθεί και διατηρηθεί (τόσο με τις ενέργειες του π. Σπυρίδωνα στο παρελθόν, όσο και του π. Σταματίου στις μέρες μας) και ένας σημαντικός αριθμός άλλων ιερών αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν στον Ναό κατά το απώτερο παρελθόν, και σήμερα πλέον βρίσκονται σε διάφορα σημεία του για να θυμίζουνε στους πιστούς και τους όποιους επισκέπτες το παρελθόν και την ιστορικότητα αυτής της εκκλησίας. Ορισμένα από αυτά είναι οι παλαιοί πολυέλαιοι που χρησιμοποιούνταν όταν χτίστηκε ο ναός στις αρχές του 1800, αλλά και τα ιερά λάβαρα-αφιερώματα που δώριζαν στην εκκλησία οι συντεχνίες του Σουφλίου.
Όπως μας αναφέρει ο Χρήστος Παπασταματίου, κατά το παρελθόν, και κυρίως στα μέσα και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο ιερός ναός του Αγίου Αθανασίου εκτός από την λαμπρή ιστορικότητα του, φημιζότανε πολύ και για την ιδιαίτερη λαμπρότητα της πανήγυρης του. Κάτι τέτοιο άλλωστε είναι λογικό να συνέβαινε καθώς ο πληθυσμός του Σουφλίου σε αντίθεση με την σύγχρονη εποχή ήτανε αρκετά μεγάλος. Όπως μας λέει λοιπόν, υπήρχε το έθιμο κατά την 18η Ιανουαρίου τις πρωινές ώρες να μαζεύονται στον ναό του Αγίου Αθανασίου, συν γυναίξι και τέκνοις οι κάτοικοι της κάτω γειτονιάς του Σουφλίου για να ζητήσουν την χάρη του, ενώ αμέσως μετά επισκεπτόταν συγκενικά και φιλικά τους σπίτια. Υπήρχε επίσης το έθιμο κατά την ημέρα αυτή οι ενορίτες του Αγίου Αθανασίου να φιλεύουν, και για το σκοπό αυτό προμηθευόταν αρκετές μέρες νωρίτερα τα κατάλληλα αγαθά. Ή θα έκοβαν κανένα αρνί ή κατσίκι, ή θα αγόραζαν κρέας από την αγορά, ούτως ώστε μαζί με τα όσα είχαν απομείνει από τα Χριστούγεννα να ήταν πλήρως προετοιμασμένοι.
Μετά την απόλυση της Εκκλησίας, οι πανηγυρισμοί ξεχυνόταν σε όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια, όπου ακολουθούσε φαγοπότι με τραγούδια και χορούς. Άλλωστε αυτή η εποχή του χειμώνα ευνοούσε πάρα πολύ ένα τέτοιο πανηγυρισμό γιατί και το απόθεμα των τροφίμων ήταν αρκετό, και οι γεωργικές εργασίες είχαν σταματήσει λόγο των καιρικών συνθηκών.
Όμως το αποκορύφωμα του Πανηγυριού αποτελούσε ο δημόσιος χορός που ξεκινούσε από τις απογευματινές ώρες στην πλατεία Νίκης, κάτω ακριβώς από τον Άη-Θανάση, όπου μαζευότανε – όπως έλεγαν οι παλαιότεροι – όλο το Σουφλί, όπου αφού χόρευαν με την συνοδία της παραδοσιακής μουσικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου