Ο φωτογράφος του βουλεβάρτου
Του Βόλφγκανκ Τιλ
Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας του 1960 η ζωή στο δημόσιο χώρο κινδύνευε να αφανιστεί. Η γερμανική δυσκινησία του οικονομικού θαύματος πήγαινε χέρι-χέρι με το πρόσφατο πάθος για την τηλεόραση που ευθυνόταν για τους άδειους δρόμους τη νύχτα. Οι λαϊκές αγορές και τα πανηγύρια περιήλθαν σε στασιμότητα καθώς η πελατεία κάλυπτε τις ανάγκες της στα σούπερ-μάρκετ ή μέσα από τις εταιρείες ταχυδρομικών πωλήσεων. Ο όρος «παλιά πόλη» θεωρούνταν υποτιμητικός, και για τα σπίτια που δεν καταστράφηκαν στον πόλεμο ήταν δυσκολότερο να βρεθούν ενοικιαστές απ’ ότι για τις μεζονέτες που χτίζονταν από τα τραπεζικά ιδρύματα. Και τότε, δηλαδή πέντε λεπτά πριν από την πλήρη αδιαφορία, κάποιοι άνθρωποι από τη Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία, την Ελλάδα και λίγο αργότερα από την Τουρκία ήρθαν σε μας. Και ανέλαβαν τον έναν μετά τον άλλο όλους τους κλάδους που κινδύνευαν από τον αφανισμό, τα εστιατόρια που κανένας ντόπιος δεν ήθελε πια να μισθώσει, το σύνολο σχεδόν του εμπορίου οπωροκηπευτικών, την καθαριότητα των δρόμων, την αποκομιδή των απορριμμάτων και εγκαταστάθηκαν στις συνοικίες εκείνες που τότε χρειάζονταν ανοικοδόμηση, ενώ σε πολλές πόλεις σήμερα συγκαταλέγονται στις καλύτερες περιοχές για διαμονή. Οι σταθμοί ξαναέγιναν αυτό για το οποίο αρχικά προορίζονταν, ένα σημείο συνάντησης δηλαδή για όλους όσους φτάνουν ή φεύγουν για κάπου, ένα σημείο ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο. Και η ζωή επέστρεφε στις λεωφόρους, στη Leopoldstrasse του Μονάχου και σε μικρότερες πόλεις στην εκάστοτε κεντρική πλατεία, που τις Κυριακές και τις αργίες μετατρέπονταν σε piazza, αγορά ή corso. Αυτά σκέφτομαι σήμερα όταν κοιτάζω τις φωτογραφίες του Δημήτρη Σούλα, όπου βλέπουμε τους πρωταγωνιστές μιας κοινωνικής και πολεοδομικής διαδικασίας, τις συνέπειες της οποίας δεν έχουμε μέχρι σήμερα διόλου καταφέρει να συλλάβουμε. Ο Δημήτρης Σούλας φωτογράφιζε τότε, τέλη της δεκαετίας του ’60, την εποχή δηλαδή του Δημάρχου Hans –Jochen Vogel στο Μόναχο και του Καγκελάριου Willy Brandt, για την πρόσφατα ιδρυθείσα σκανδαλοθηρική εφημερίδα tz. Με μια προφητική αίσθηση της όρασης δημιούργησε ντοκουμέντα «για τους μεταγενέστερους». Ναι μεν υποθέτουμε ότι ο φωτογράφος πήγαινε σε συγκεκριμένα ραντεβού που είχε κανονίσει η εφημερίδα ή ότι του αναθέτονταν συγκεκριμένα θέματα. Θα πρέπει επίσης να υποθέσουμε, καθώς επρόκειτο για «ελαφρά θέματα» ότι οι φωτογραφίες σχολιάζονταν από τους συντάκτες με κείμενα που η σχέση τους με τα αληθινά γεγονότα της εικόνας ήταν σχεδόν μηδαμινή. Ας υποδυθούμε για λίγο τον τοπικό συντάκτη και ας αποδώσουμε μια λεζάντα στη θεσπέσια φωτογραφία του εξωφύλλου της παρούσας έκδοσης που ο Δημήτρης Σούλας τράβηξε στο Σταθμό του Μονάχου και που σίγουρα δεν ήταν στημένη: «Οι γυναίκες του Μονάχου παραπονιούνται για την αυξανόμενη παρενόχληση από τους ξένους γκασταρπάιτερ! Οι γυναίκες ταξιδιώτες νιώθουν όλο και περισσότερο ενοχλημένες από φράσεις όπως «Δεσποινίς, θα με αρραβωνιαστείτε σήμερα το βράδυ;» Σύμφωνα με ανακοίνωση του εκπροσώπου Τύπου χθες στη Φρανκφούρτη, οι Γερμανικοί Σιδηρόδρομοι σκοπεύουν να αυξήσουν τις περιπολίες της Αστυνομίας Σιδηροδρόμων» ή «Τον γνώρισε στην παραλία της Cattolica. O Adriano, ένας πολυάσχολος και κρατικά αναγνωρισμένος ναυαγοσώστης εγκατέλειψε την πατρίδα του για χάρη του φλερτ που γνώρισε στις διακοπές και μετακόμισε στην καλή του στο Μόναχο. Όμως ο καυγάς ξεκίνησε κιόλας από το σταθμό, καθώς ο τρελά ερωτευμένος Ιταλός δεν σκόπευε να διαμείνει μαζί με τους άλλους συγκάτοικους στο διαμέρισμά της. «Δεν είμαι δα και κανένας κομμουνιστής, arrivederci!».
Στον κατάλογο και στην έκθεση οι εικόνες ξαναζωντανεύουν, καθώς –χωρίς αυτά τα δημοσιογραφικά συστατικά –έρχονται πλησιέστερα στην αλήθεια και αποτελούν πρόκληση για το φάσμα των εμπειριών και τη φαντασία μας. Τη δεκαετία του ’60 το Μόναχο αναδείχτηκε στην «κρυφή πρωτεύουσα» της χώρας χάρη σε μια κοινωνία που νομιμοποιούσε την ύπαρξή της μέσα από την αδιάκοπη παρουσία της στο σκανδαλοθηρικό Τύπο και όχι μέσα από την καταγωγή ή τις ικανότητές της. Με βάση τα αμερικανικά πρότυπα (όπως π.χ. τις κοσμικές κουτσομπόλες Elsa Maxwell και Hedda Hopper) ήταν κυρίως ο Hannes Obermaier από το Μόναχο εκείνος που με το ψευδώνυμο «Hunter» δημιούργησε ένα μέχρι τότε άγνωστο ύφος μέσω του οποίου υποκινούσε με έξυπνες αδιακρισίες την περιέργεια για συγκεκριμένα πρόσωπα και ταυτόχρονα ενορχήστρωνε περιστάσεις στις οποίες τα πρόσωπα αυτά, υποβιβασμένα πλέον σε κομπάρσους του θα μπορούσαν να εμφανιστούν δημόσια π.χ. σ’ ένα μπαλ μασκέ με τίτλο «Η παγάνα του Hunter». Ο Michael Gralter μαθήτευσε κοντά του και τον διαδέχθηκε. Έτσι με την εφημερίδα Bild -Zeitung, την az και την tz το Μόναχο απέκτησε ένα τρίτο έντυπο που θα ισοπέδωνε τη φήμη του ως «πόλη των ματς-μουτς». Η τηλεοπτική σειρά «Kir Royal» σε σκηνοθεσία Helmut Dietl (1986) αποθανάτισε αυτό το είδος δημοσιογράφου μέσα από τη φιγούρα του τοπικού ρεπόρτερ Baby Schimmerlos. Το ρόλο υποδύθηκε ο Franz Xaver Kroetz, ενώ στο πλευρό του έπαιξε ο Dieter Hildebrandt τον φωτογράφο Herbie Gried, ένα ρόλο που βασιζόταν σε πραγματικό πρόσωπο και συγκεκριμένα στον Franz Hug. Ο Hug εργαζόταν για τη στήλη των κοσμικών στην εφημερίδα Abendzeitung. Το κουτσομπολίστικο σκεπτικό των τριών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων του Μονάχου τελειοποιήθηκε μόνο όταν κυκλοφόρησε το περιοδικό Bunte Illustrierte που εισήγαγε το ευρετήριο ονομάτων για τον βιαστικό αναγνώστη στο τέλος του τεύχους. Οι μελλοντικοί ιστορικοί της πόλης δεν θα χρειάζεται πλέον αν συμβουλεύονται τα αρχεία του Μητρώου κατοίκων, αλλά θα μπορούν να ξεφυλλίζουν τα ευρετήρια του περιοδικού Bunte όταν πρόκειται να ερευνήσουν τις συνθήκες ζωής μεμονωμένων διασημοτήτων.
Το Μουσείο του Δήμου Μονάχου και το Μουσείο Φωτογραφίας που υπάγεται σ’ αυτό θεωρούν ότι η δωρεά του αρχείου του Δημήτρη Σούλα, ενός αρχείου με περισσότερα από 10.000 αρνητικά τους φέρνει στην ευτυχή θέση να έχουν στα χέρια τους ισχυρό αποδεικτικό υλικό όταν θα τεθεί το ερώτημα σχετικά με την πραγματική διάσταση των γεγονότων σε αυτή την πόλη κατά την περίοδο 1967 έως 1974, μια περίοδο που την χαρακτηρίζει η ασάφεια του μύθου και του ψεύδους.
....................................................................................................................................................
Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 55) τον Ιανουάριο 2010, πριν 15 χρόνια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου