Του καλοκαιριού τα πανηγύρια.
<<Δώσεις ἔπαθλον δενδροάθλῳ Φωτίδι, Δενδρῶνα τερπνὸν τῆς Ἐδὲμ Θεοῦ Λόγε.>> Πρωταυγουστιά και της " Αγίας Φωτίδας " σήμερα . Άλλο ένα από τα μικρά, αλλά αγαπημένα, πανηγυράκια του καλοκαιριού και της πόλης του Διδυμοτείχου , αφού πανηγυρίζει το μικρό παρεκκλήσι της Αγίας Φωτεινής , όπου υπάρχει το αγίασμα Της και το οποίο , οι παλιοί κάτοικοι ονόμαζαν " Αγία Φωτίδα" και είχαν απόλυτο δίκαιο, αφού την 1η Αυγούστου τιμάται η μνήμη της Αγίας Φωτίδος, αν και δεν αναφέρεται σε όλα τα εορτολόγια και όχι της Αγίας Φωτεινής, η οποία εορτάζει στις 26 Φεβρουαρίου και την πέμπτη , μετά το Πάσχα, Κυριακή της καλής Σαμαρίτιδος. <<Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτῶ ἀνυμνήσωμεν....>> Η Αγία Φωτίς ήταν μία από τις πέντε αδελφές της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Φωτεινής, που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό και , επί Νέρωνος, υπέστη μαρτυρικό θάνατο μαζί με τις υπόλοιπες αδελφές της: Αγία Ανατολή, Αγία Φωτώ, Αγία Παρασκευή, Αγία Κυριακή και Αγία Φωτεινή καθώς και τους δύο γιους της τελευταίας, τον Ιωσή και τον Βίκτωρα --Φωτεινό, που ήταν στρατιώτης στον Ρωμαϊκό στρατό και έφερε το βαθμό του στρατηλάτη. Επίσης , γνωστό είναι και το αγίασμα της Αγίας Φωτίδος και μάλιστα θαυματουργό , στο οποίον , σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, αποδίδονται πολλά θαύματα. Το πιο διαδεδομένο είναι αυτό που αναφέρεται στο βιβλίο " Ασκητές μέσα στον κόσμο" με τη θεραπεία ενός Τούρκου Αγά . Συνέβει, επί τουρκοκρατίας, στην ανατολική Μακεδονία , συγκεκριμένα στον συνοικισμό της "Αμφίπολης", παρά τον "Στρυμόνα "ποταμό, όπου υπήρχε το εξωκκλήσι Της, στο οποίο , μέχρι σήμερα αναβλύζει, το " αγίασμα της αγίας Φωτίδος". Η μνήμη της Αγίας Φωτίδος την 1η Αυγούστου, τιμάται ιδιαίτερα και στη Λήμνο, στον συνοικισμό " Κώμη" , στην περιοχή "Ρωμανού", όπου υπάρχει το φερώνυμο εξωκκλήσι Της με το θαυματουργό αγίασμά Της και αποτελεί σημαντικό λημνιακό προσκύνημα. Η ανέγερση του ναού έγινε γύρω στο 1850, ίσως και νωρίτερα και , σύμφωνα με επιγραφή, ιδρυτές του ήταν ο ιερεύς του "Ρωμανού" παπά Θεοφάνης και ο πλούσιος πλοιοκτήτης Κατακουζηνός Μπάρκας, ενώ η αγιογράφιση του ναού έγινε το 1928 , από τον αγιογράφο Μάνο Παπαμαλή, γιο του Γρηγόριου Παπαμαλή, λαϊκού αγιογράφου από τα Μοσχονήσια, (1871 -- 1941) ο οποίος έζησε και εργάστηκε στη Λήμνο. Τα παλαιότερα χρόνια, οι κάτοικοι συνήθιζαν την ημέρα της εορτής της Αγίας Φωτίδος να πηγαίνουν για να προσκυνήσουν και να αγοράσουν από εκείνο το πανηγύρι το "γουρτζελάκι", δηλαδή το γουρουνάκι το οποίο έτρεφαν για να το σφάξουν τον Δεκέμβριο καθώς και τα λαγίνια τους από τους ντόπιους τσουκαλάδες του " Κότσινα". Επίσης , ένα από τα λιγοστά παρεκκλήσια της αγίας Φωτίδος, ευρίσκεται στο χωριό "Δάσκιο" Ημαθίας , του οποίου ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον επισκέπτη, παρουσιάζουν οι μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του . Το παρεκκλήσιο της Αγίας Φωτεινής ή της Αγίας Φωτίδας, στο Διδυμότειχο, κτίστηκε , σύμφωνα με ιστορικές εκκλησιαστικές πηγές, το 1922, από τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Μπήτρο , σε θέση όπου υπήρχε κάποιο άλλο παλαιό λατρευτικό κτίσμα, όταν ευρέθη εκεί το αγίασμα της Αγίας Φωτεινής , ενώ η ολοκληρωμένη κατασκευή του παρεκκλησίου έγινε το 1945--50 από την κ. Θεοκτίστη Τσεκούρα, με δικές της δαπάνες. Δεν γνωρίζω εάν υπάρχουν καταγεγραμμένες πληροφορίες για εκείνο το παλαιό λατρευτικό κτίσμα, ενώ , σύμφωνα με τη " Βικιπαίδεια "υπάρχουν μόνο από προφορικές διηγήσεις. Το εκκλησάκι ευρίσκεται στην οδό " Αγίας Φωτεινής " που οδηγεί προς το" Ελληνοχώριον", στη θέση " Κιζίλ τεπές" που σημαίνει κόκκινος γήλοφος με θολωτό σχήμα. Η περιοχή ήταν, κάποτε, τόπος εξοχικών περιπάτων και των σχολικών εκδρομών μας. Ιδίως των Α` και Γ` Δημοτικών σχολείων που συστεγάζονταν, τότε, στο κτήριο του " Τούβλινου" σχολείου ή του " Μανάκα" επί της οδού " Α. Μιαούλη". Και αυτό γιατί η πρόσβαση στην περιοχή της Αγίας Φωτεινής ή της Αγιά Φωτίδας, ήταν εύκολη και σχετικά σύντομη μέσω των οδών " Ι. Βατάτζη" ή " Β. Αλεξάνδρου ". Το εξωκκλήσι ανήκει , διοικητικά, στον "Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου", τη δική μας" παλιά Παναγία". Γι` αυτό , κάθε χρόνο την 1η Αυγούστου, το λειτουργούσε ο Πατήρ Ιωάννης Παπαδόπουλος, ο γλυκύτατος ποιμήν της ενορίας μας , ο αγαπημένος παπά Γιάννης της παλιάς γειτονιάς μου, με την αγγελική φωνή αλλά και μορφή, όσο τον θυμάμαι. Η οδός" Ι . Βατάτζη ", ο δρόμος μας, εκείνη την ημέρα είχε την τιμητική του, αφού από εκεί κατηφόριζαν το απόγευμα ανήμερα της εορτής, οι πανωμερίτες προσκυνητές, με προορισμό το εκκλησάκι όπου, νομίζω, εν αγνοία των περισσοτέρων κατοίκων του Διδυμοτείχου , συνεορτάζονταν, η μνήμη της Αγίας Φωτίδος και η θαυματουργός χάρις του Αγιασμάτος της Αγίας Φωτεινής. Το πανηγυράκι της Αγίας Φωτεινής ή Φωτίδας δε διέφερε από τα υπόλοιπα του καλοκαιριού . Το κιλιμάκι παραμάσχαλα, το ψάθινο καλαθάκι με τα πρόχειρα φαγώσιμα, το μπουκάλι ή το πλαστικό παγούρι με νερό, ένα μπουκαλάκι λάδι, προσφορά για τα καντηλάκια της Αγίας , τα ονόματα της οικογένειας γραμμένα σ` ένα χαρτί , που θα τα διάβαζε ο παπά Γιάννης, υπέρ υγείας, στην παράκληση, οι βολτούλες στη δημοσιά, κάποιες και με νοικιασμένα ποδήλατα και η ίδια πάντα χαρά της κοινωνικής ψυχαγωγίας, δεμένη άρρηκτα με τη θρησκευτική ευλάβεια . Και επειδή η ημέρα της εορτής, συμπίπτει με την πρώτη ημέρα της νηστείας για τον Δεκαπενταύγουστο, θυμάμαι ό,τι τα καλούδια, που πέρναμε μαζί μας, ήταν πάντοτε νηστίσιμα. Τα πιο συνηθισμένα : οι τηγανητές μελιτζάνες και πιπεριές, οι τομάτες, τα αγγουράκια, οι ελιές , λουκούμια από τους αδελφούς Σπύρο και Νίκο Νικολαΐδη, χαλβάς από ταχίνι ο οποίος, λόγω της ζέστης, λάδωνε τα χέρια μας, ντόπια μικρά πεπονάκια, από τα πρώτα που είχαν αρχίσει να βγαίνουν στα μποστάνια της περιοχής μας και τα οποία κόβαμε, θυμάμαι, με σουγιά, αλλά και σκορδαλιά, μέσα σε εμαγιέ σουπιερίτσα με καπάκι, φτιαγμένη από καρύδια , ψωμί, ελαφρώς αραιωμένη και ανακατεμένη με ψητή μελιτζάνα στη φλόγα, λάδι και ξίδι. Μάλιστα κάποιες γειτόνισες , πιστές στους αυστηρούς κανόνες της νηστείας για την δεκαπενθήμερη σαρακοστή του Αυγούστου, την έτρωγαν αλάδωτη. Καθ` οδόν για το πανηγύρι της Αγιά Φωτίδας , αφού προσπερνούσαμε τον μεταβυζαντινό ( 1843) Ιερό ενοριακό Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου , τα συνοικιακά μπακάλικα των Αριστοτέλη Γραμματίκογλου και Ε. Καραμιχάλη, τον ξυλόφουρνο του μπάρμπα Τάσου Γεωργόπουλου, που έψηνε τα φαγητά της γειτονιάς, αλλά και τα παραδοσιακά ρεβύθια, σε πήλινο τσουκάλι , για τη μερακλίδικη πελατεία του καφενείου του παραδίπλα, καθώς και άλλα γνωστά " στέκια" στη γειτονιά της " Παναγίας", αν θυμάμαι καλά, κάποιο σαρωθροποιείο , κοινώς " σκουπάδικο" αλλά και τις " Λανάρες", που σηματοδότησαν, ονομαστικά, ένα τμήμα της περιοχής, προς το τέλος της οδού " Β. Αλεξάνδρου", στη δεξιά πλευρά της , συναντούσαμε το μεγάλο παλιό κτίριο , όπου στεγάζεται σήμερα το "Στρατιωτικό Μουσείο Διδυμοτείχου". Ένα εμβληματικό, για τα αρχιτεκτονικά δεδομένα εκείνης της εποχής, κτίσμα που κτίστηκε το 1907 και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε, ποικιλοτρόπως, για εμπορικούς, κυρίως, λόγους. Ως αποθήκη δημητριακών, ως τυροκομείο ακόμα και για την εκτροφή και επεξεργασία του μεταξοσκώληκα. Λίγα βήματα πιο πέρα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ήταν το καφενείο του κυρ Δημητρού Καραμιτσόγλου. Ένα συνοικιακό επαρχιακό καφενείο , όπως και πολλά άλλα , με κουρασμένους, από την καθημερινή βιοπάλη ,θαμώνες τους. Ωστόσο το συγκεκριμένο καφενείο του κυρ Δημητρού, παλιού μου γείτονα, είχε , επί πλέον και τη γοητεία του εξοχικού, του απόμακρου , αφού ήταν το τελευταίο κτίσμα του δρόμου, παραδίπλα σχεδόν στο ποτάμι, πριν να κατασκευασθεί το ανάχωμα , προς τη μεριά της Αγίας Μαρίνας και του " Πεντάζωνου". Μία παραποτάμια περιοχή που οι παλιοί κάτοικοι την αποκαλούσαν " Αβδάλιον" ή " Αμντάλι" και που προπολεμικά , σύμφωνα με αφηγήσεις της μητέρας μου, από τον Μάϊο άρχιζαν να λειτουργούν εκεί κάποια εξοχικά κέντρα διασκέδασης. Το χαρακτηριστικό έδεσμα που πρόσφεραν, ως συνοδευτικό του ούζου, ήταν το " ταρατόρι". Ένα είδος τζατζικιού φτιαγμένο από γιαούρτι, σκόρδο, λάδι, ξύδι και ψιλοκομμένα μαρουλάκια ή αγγουράκια, όταν έβγαιναν φρέσκα και δροσερά στους παρακείμενους μπαξέδες. Παίρνοντας την επαρχιακή οδό " Αγίας Φωτεινής " δεξιά σ` ένα ύψωμα, βλέπαμε τον " Σκορδομαχαλά". Ένας μαχαλάς γεωργοκτηνοτροφικός, που πήρε το όνομά αυτό, επειδή οι λιγοστοί άνθρωποί του, ασχολούνταν με την καλλιέργεια του σκόρδου. Ένας μαχαλάς με λίγα σπιτάκια, βαμμένα , συνήθως , λευκά, φτωχικά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, τότε. Ένας μαχαλάς που καθώς τον αγνάντευα τις νύχτες από το παράθυρο του σπιτιού μας, φωτισμένος , ελάχιστα , από το αμυδρό φως της γκαζόλαμπας, έμοιαζε στην παιδική μου φαντασία, σαν νησιώτικος οικισμός, στην ενδοχώρα κάποιου ανύπαρκτου νησιού! Στην αρχή του γραφικού οικισμού, κτίστηκε, αργότερα,το εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου, δωρεά της γνωστής Μαίας Μέλπως Σεϊτανίδου , ας αναπαύεται εν γαλήνη η ψυχή της . Πριν φτάσουμε στο εκκλησάκι , δεξιά στο δρόμο, μέσα σε έναν κατάφυτο χώρο από πανύψηλα δέντρα, συναντούσαμε την κατοικία-- έπαυλη, της εύπορης και αρχοντικής οικογένειας του τραπεζίτη Εμμανουήλ Δουλά και δίπλα ακριβώς, την κλινική του Ιατρού χειρουργού Ιωάννη Τιρρή. Το κτήριο εκείνο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μού έδωσε ο φίλος και πατριώτης μας δημοσιογράφος Παντελής Αθανασιάδης, είχε κτιστεί αρχικά από τον Εμμανουήλ Δουλά ως εργοστάσιο μεταξουργίας, κάτι που το επιβεβαιώνει η τούβλινη υψικάμινος που υπήρχε δίπλα του. Το κτήριο εδόθει αργότερα, ως προικώον , στον γαμπρό της οικογένειας, Ιωάννη Τιρρή, σύζυγο της Μαρίκας. Ε. Δουλά. Έναν νεαρό, τότε , επιστήμονα από τα μέρη της Ρούμελης, αλλά και πολιτικό αφού είχε εκλεγεί πολλές φορές βουλευτής Έβρου, από το 1936 έως το 1951 με το " Κόμμα των Φιλελευθέρων" και το 1961 και 1963 με το κόμμα της " ΕΡΕ" του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Γενικά εκείνα τα δύο κτίρια με όλον τον κατάφυτο περιβάλοντα χώρο, σε μένα τουλάχιστον, έδιναν την αίσθηση του εξωτικού έως και απόκοσμου, αφού άλλωστε ήταν, τότε και εκτός των οικιστικών ορίων της πόλης μας. Αργότερα, σε κείνο το μεγάλο κτίριο, όταν έπαψε να λειτουργεί ως κλινική, στεγάστηκαν διάφορες στρατιωτικές μονάδες , δίνοντας στην ευρύτερη περιοχή μία άλλη μορφή και ζωντάνια. Θυμάμαι ακόμα, τον ήχο της σάλπιγγας που έφτανε μέχρι την, κοντινή σχετικά γειτονιά μας , για το βραδινό σιωπητήριο. Εκεί γύρω, υπήρχαν και τα "κεραμαριά". Μικρά εργαστήρια που παρασκεύαζαν τούβλα και κεραμίδια , ενώ η "Συντεχνία" των κεραμοποιών, ήταν, κάποτε, μία από τις μεγαλύτερες παλιές συντεχνίες , που δραστηριοποιούνταν στην πόλη μας . Τα τούβλα, τα κεραμίδια όπως επίσης και η άμμος από τις όχθες του ποταμού, μεταφέρονταν στην πόλη, για το κτίσιμο των σπιτιών, με βοϊδάμαξες. Γεγονός που μάς χαροποιούσε, σαν παιδιά , αφού δεν αφήναμε την ευκαιρία για "απόδραση", ανεκμετάλευτη. Πώς? Κατά την επιστροφή τους στα κεραμαριά προς ανεφοδιασμό, καθώς οι βοϊδάμαξες κατηφόριζαν άδειες το λιθόστρωτο, τότε , καλντερίμι της οδού " Ι. Βατάτζη", ανεβαίναμε πίσω στην ουρά τους και " ταξιδεύαμε" έτσι μέχρι τη " Λανάρα". Θυμάμαι ότι είχα κάνει αρκετές φορές εκείνη τη διαδρομή. Μετά τον εσπερινό της εορτής και την πρώτη παράκληση προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον , λόγω της εορτής του Δεκαπενταύγουστου και αφού πίναμε και τον αγιασμό από την πηγή της Αγίας Φωτεινής, ερχόταν η ώρα της χαλάρωσης για το απογευματινό μας τσιμπούσι καθ` ότι ο καθαρός αέρας της εξοχής μάς άνοιγε , ανεξέλεχτα, την όρεξη. Και όπως πάντα συνέβαινε σε κείνα τα καλοκαιριάτικα πανηγυράκια, απαραίτητος ήταν ο καφές, φτιαγμένος πρόχειρα στο φορητό καμινέτο. Θυμάμαι με τι ευχαρίστηση τον απολαμβάνανε εκείνες οι παλιές προσκυνήτριες της Αγιά Φωτίδας, καθισμένες, με μία νωχελική μακαριότητα και ιερή ψυχική γαλήνη, κατάχαμα επάνω στα υφαντά κιλιμάκια! Ακόμα και τα παιδιά, αραιωμένον βέβαια με αρκετό νερό στο φλιτζανάκι, λες και ο εξοχικός καφές των πανηγυριών να είχε μία άλλη ξεχωριστή νοστιμάδα ,παρ` όλο που, συχνά, ήταν ανακαταμένος με ένα υποκατάστατο του καφέ από ψημένο ρεβύθι. Ήταν, λέγανε, πιο ελαφρύς, με λιγότερη καφεΐνη, η οποία προκαλούσε αϋπνία και πείραζε στα νεύρα. Επί πλέον ήταν και πιο οικονομικός για το φτωχό , τότε , μεταεμφυλιακό οικογενειακό βαλάντιο. Γυρίζαμε στα σπίτια μας όταν νύχτωνε πια και η πρώτη ζεστή νύχτα του Αυγούστου, άρχιζε να γλυκαίνει από τη δροσιά των ποταμίσιων νερών και στο καφενείο του κυρ Δημητρού Καραμιτσόγλου, γέμιζαν τα τραπεζάκια της αυλής του, κάτω από τις ακακίες και συνταιριάζονταν, μελωδικά, οι φωνές του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας, από το παλιό γραμμόφωνο του μαγαζιού με το σκούξιμο των βατραχιών από το διπλανό ποτάμι και έσμιγαν οι γεύσεις της χαράς στα παιδικά μας χείλη από την γκαζόζα, το "υποβρύχιο " και το κόκκινο τριανταφυλλένιο λουκούμι. Όταν το αυγουστιάτικο φεγγάρι άρχιζε να παίζει το παιχνίδι του μυστηρίου και του θρύλου, καθώς πρόβαλλε, δειλά δειλά, πάνω από τους βράχους και τα πέτρινα τείχη του παλιού Κάστρου. Γυρίζαμε όλοι ευχαριστημένοι, ευτυχισμένοι, θα έλεγα, με μιαν ευχή που αντιλαλούσε στα χείλη όλων μας <<βοήθειά μας η Αγιά Φωτίδα>> ή κατά την τοπική προφορά, <<Αγιά Φουτίδα. Και του χρόνου.>> Χρόνια πολλά. Καλόν μήνα. Καλή Παναγιά.
Χρυσούλα. Δ. Ψιμούλη
Ευχαριστώ τις φίλες μου Κυριακή Καραμιτσόγλου-- Βρεττού και Φόνη Μήτκα--Παπαλάμπρου για τις πολύτιμες πληροφορίες τους, που συμπλήρωσαν το εορταστικό και πανηγυρικό οδοιπορικό των αναμνήσεων μου.
Το παραπάνω κείμενο είναι από αναρτήσεις μου 2016--19.





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου