=
Η βεβαιότητα ότι θα γίνω δάσκαλος, υπήρχε εντός μου από τότε
που εισήχθην στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου, το έτος 1979.
Δύο χρόνια αργότερα και αφού είχα αποφοιτήσει από την
Ακαδημία, πήγα στις 28 Αυγούστου 1981, ως καταγόμενος από
τον Βασσαρά Λακωνίας, στην Α΄ Επιθεώρηση Δημοτικής
Εκπαιδεύσεως Λακεδαίμονος, που ήταν στο κέντρο της Σπάρτης
(Λυκούργου 20) και υπέβαλλα Αίτηση για μόνιμο διορισμό
δασκάλου στη Δημοτική Εκπαίδευση, ως Πτυχιούχος
Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Στα προβλεπόμενα δικαιολογητικά περί
διορισμού που υπέβαλλα δεν υπήρχε το Πιστοποιητικό
Στρατολογικού Γραφείου (Αντίγραφο του φύλλου στρατολογικού
μητρώου τύπου Α΄), σύμφωνα με την υπηρεσιακή ορολογία και
έτσι δεν μπορούσα να πραγματοποιήσω τον σκοπό μου, εάν
πρώτα δεν εκπλήρωνα τις στρατιωτικές υποχρεώσεις μου, προς τη
«Μητέρα» Πατρίδα.
Πράγματι, η υποχρέωση αυτή, ολοκληρώθηκε ύστερα από
δύο περίπου χρόνια και πιο συγκεκριμένα την Παρασκευή 30
Σεπτεμβρίου 1983, όταν εξήλθα εκ του στρατοπέδου ως πολίτης
πλέον, οριστικά και αμετάκλητα –όπως έγραφε το Απολυτήριό
μου- 22 μήνες ακριβώς από την ημέρα (30 Νοεμβρίου 1981), που
είχα διαβεί την ίδια πύλη του ιστορικού στρατοπέδου της
Τρίπολης, με την επωνυμία 11 ο Σύνταγμα Πεζικού, ως
νεοσύλλεκτος στρατιώτης.
Οι υπηρεσιακοί οιωνοί φαίνονταν καλοί, αφού η τότε φίλη
μου και μέλλουσα σύζυγός μου, Σαραντούλα Κεφαλά, που
υπηρετούσε ως δασκάλα στην ιδιαίτερη πατρίδα της τον Έβρο,
είχε αναφέρει για εμένα στην Υπηρεσία της· ότι δηλαδή ήμουν
δάσκαλος και θα πήγαινα εκεί και οι υπάλληλοι την είχαν ρωτήσει
για τον χρόνο που θα παρουσιαζόμουν, επειδή όπως της είπαν,
υπήρχαν αρκετές κενές θέσεις, οι οποίες έπρεπε να καλυφθούν
από νέους δασκάλους. Η πληροφορία αυτή, με οδήγησε στον δικό
μου σχεδιασμό, από την ημέρα που πήρα περιχαρής στα χέρια
μου, το πολυπόθητο Απολυτήριο του Στρατού.
Με πολλές γνώσεις και εμπειρίες λοιπόν, από το μεγάλο
Σχολείο του Στρατού, όταν απολύθηκα από τις τάξεις του, πήρα το
λεωφορείο και ταξίδευσα μέχρι τη Σπάρτη και ακολούθως μέχρι το
2
ημιορεινό χωριό μου, τον Βασσαρά, που βρίσκεται 25 χιλιόμετρα
βορειοανατολικά της Σπάρτης. Η βεβαιότητα της αγαπημένης μου
Σαραντούλας, ότι μόλις πάω στον Έβρο θα διοριστώ αμέσως, με
καθησύχαζε και έτσι αποφάσισα να παραμείνω στο χωριό μου
τουλάχιστον για δύο εβδομάδες, ώστε να «ξελαμπικάρω» από τον
Στρατό και να προετοιμαστώ για τη νέα μου πλέον ζωή.
Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες που είχα αποφασίσει,
αναχώρησα ένα πρωί με το λεωφορείο από το χωριό μου για τη
Σπάρτη, από εκεί για την Αθήνα, στη συνέχεια με ταξί για το
αεροδρόμιο από το οποίο πήρα το αεροπλάνο για
Αλεξανδρούπολη και από το εκεί αεροδρόμιο, ανέβηκα στο
διερχόμενο λεωφορείο και έφθασα στο ΚΤΕΛ Ορεστιάδας, όπου
με «παρέλαβε» η Σαραντούλα, η οποία δεν ήταν πια «το κορίτσι
μου», αλλά η γυναίκα της ζωής μου, αφού βρισκόμουν στον τόπο
της και είχα τεθεί υπό την προστασία της!
Με πήρε λοιπόν από τον Σταθμό του ΚΤΕΛ και με πήγε με
ένα ταξί στο χωριό της, το οποίο βρίσκεται 12 χιλιόμετρα
βορειοανατολικά της πόλης της Ορεστιάδας. Η αποβίβαση από το
μισθωμένο όχημα, εντός της αυλής του πατρικού σπιτιού της, ήταν
ένα κομβικό σημείο της νεανικής ερωτικής μας ιστορίας, που
συμπλήρωνε ακριβώς τρία έτη· ένα στην Παιδαγωγική Ακαδημία
Ρόδου, όταν εγώ ήμουν στο 2 ο έτος σπουδών και η Σαραντούλα
στο 1 ο και άλλα δύο, κατά τα οποία εγώ υπηρέτησα τη στρατιωτική
θητεία μου, ενώ η αγαπημένη μου, φοίτησε στο 2 ο έτος και στη
συνέχεια ως αριστούχος, διορίστηκε άμεσα Δασκάλα, σε ηλικία 21
ετών!
Η άτυπη, πλην όμως σταθερή αυτή σχέση, τώρα ελάμβανε
επίσημη μορφή, αφού η γλυκύτατη κοπέλα μου, είχε την τόλμη να
με παρουσιάσει στους γονείς της, ως τον μέλλοντα σύζυγό της!
Η Σαραντούλα λοιπόν, είχε ήδη υπηρετήσει έναν χρόνο στο
Γραφείο Εκπαίδευσης Διδυμοτείχου, καθώς και σε Δημοτικά
Σχολεία της ίδιας πόλεως και κατά το τρέχον σχολικό έτος,
υπηρετούσε στο 2 ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Βύσσας, η οποία
είναι μια κωμόπολη που βρίσκεται 12 χιλιόμετρα βόρεια της
Ορεστιάδας. Βέβαια, η μέχρι τότε θητεία της στη Δημοτική
Εκπαίδευση, της είχε δώσει την ανάλογη εμπειρία, ώστε πρώτον
να έχει υποβάλλει εξ ονόματός μου Αίτηση διορισμού ως
αναπληρωτή δασκάλου, και κατά δεύτερον, να με κατευθύνει
σωστά στις πρώτες ενέργειες και επαφές μου, με τη συγκεκριμένη
υπηρεσία.
Την επόμενη ημέρα επικοινωνήσαμε με τη Διεύθυνση
Δημοτικής Εκπαίδευσης Νομού Έβρου και όπως μας
πληροφόρησαν, έπρεπε την άλλη ημέρα να μεταβώ στην
3
Αλεξανδρούπολη με τα προσωπικά μου έγγραφα, να πάω στην
Υπηρεσία για να δώσω τον αναγκαίο όρκο του Δημοσίου
Υπαλλήλου, ενώπιον του Διευθυντή της Διεύθυνσης. Αυτό
θεωρούνταν ως το πρώτο επίσημο βήμα για να γίνω Δάσκαλος σε
κάποιο Δημοτικό Σχολείο του Έβρου. Με ενθουσιασμό πήρα το
επόμενο πρωί το λεωφορείο από την Ορεστιάδα και ταξίδεψα 120
χιλιόμετρα για να φθάσω στην πρωτεύουσα, την Αλεξανδρούπολη.
Κατά τη διαδρομή, κοιτούσα προσεκτικά καθετί που έβλεπα από το
παράθυρο του λεωφορείου: τον ατελείωτο κάμπο, την απέναντι
από τον ποταμό Έβρο περιοχή της Τουρκίας, τα χωριά και τις
κωμοπόλεις, τους ανθρώπους με τη χαρακτηριστική τοπική
προφορά, που ανέβαιναν ή κατέβαιναν στις πάμπολλες στάσεις
του λεωφορείου. Ένα δέος με κυρίευε σιγά – σιγά, από το γεγονός
ότι βρισκόμουν κυριολεκτικά στα άκρα της πατρίδας μου, με μόνη
σιγουριά τη Σαραντούλα, η οποία είχε κάνει όλες τις ενέργειες,
ώστε «άμα τη αφίξει μου» εκεί, να χρισθώ δάσκαλος του
Δημοσίου!
Με κάποια αγωνία από τη σπουδαιότητα της αποστολής
μου, αποβιβάσθηκα από το λεωφορείο στο ΚΤΕΛ Έβρου και από εκεί ρωτώντας διάφορους ανθρώπους
που τους έκρινα εξ όψεως ως αξιόπιστους, έφθασα στη Διεύθυνση
Δημοτικής Εκπαίδευσης, (Οδός, Μαυρομιχάλη 12) και με μεγάλη
διευκόλυνση από τους υπαλλήλους, έδωσα αμέσως τον
καθιερωμένο όρκο, ενώπιον του Διευθυντού. Με τις ευχές του ιδίου
και των λοιπών υπαλλήλων για καλή αρχή και καλή σταδιοδρομία,
πήρα αντίστροφα τον δρόμο για το ΚΤΕΛ Αλεξανδρούπολης και εν
συνεχεία το λεωφορείο για τη βάση μου την Ορεστιάδα. Η
Ορεστιάδα ήταν πράγματι η νέα μου βάση, αφού η Σαραντούλα, με
την οποία θα συγκατοικούσαμε πλέον, είχε νοικιάσει ένα μικρό
διαμέρισμα και έμενε εκεί τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας,
πηγαινοερχόμενη καθημερινά με το λεωφορείο στη Βύσσα όπου
υπηρετούσε, ενώ τα Σαββατοκύριακα, πήγαινε πάλι με το
λεωφορείο στο πατρικό της σπίτι στη Στέρνα, όπου ήταν οι γονείς
της.
Σύμφωνα λοιπόν με τον τόπο κατοικίας μου και τις οδηγίες
που είχα πάρει από την Υπηρεσία στην Αλεξανδρούπολη, την
άλλη ημέρα Παρασκευή 21 Οκτωβρίου, πήγα στο 4ο Γραφείο
Δημοτικής Εκπαίδευσης Νομού Έβρου, το οποίο είχε έδρα την
Ορεστιάδα και βρισκόταν στο κέντρο της πόλεως (Οδός
Κωνσταντινουπόλεως 139) για να μάθω σε ποιο Σχολείο θα
πήγαινα να αναλάβω τα καθήκοντά μου. Η Προϊσταμένη του
Γραφείου, με υποδέχθηκε σχεδόν ψυχρά και αμέσως μου
ανακοίνωσε ότι σύμφωνα με τα κενά της Υπηρεσίας, μπορούσα
4
από τη Δευτέρα να αναλάβω τα καθήκοντά μου στο Δημοτικό
Σχολείο Δικαίων. Εγώ θεωρώντας ότι τα Δίκαια θα είναι κάπου
γύρω από την Ορεστιάδα, όπως ήταν και η Βύσσα στην οποία
υπηρετούσε η Σαραντούλα, είπα αυθόρμητα «μάλιστα», όπως
έλεγα μέχρι πριν από έναν μήνα στον Στρατό, το «διατάξτε»!
Όταν αργότερα εκείνη την ημέρα πληροφορήθηκα ότι το πιο
απομακρυσμένο Σχολείο από την Ορεστιάδα ήταν αυτό που
δέχθηκα να πάω δεν με επηρέασε και πολύ γιατί η στρατιωτική
εκπαίδευση εκείνης της εποχής, με είχε διδάξει τόσα πολλά, ώστε
καθετί στον πολιτικό βίο, μου φαινόταν εύκολο.
Τη Δευτέρα λοιπόν, 24 Οκτωβρίου 1983, με αισιοδοξία
ξύπνησα πολύ πρωί, ετοιμάστηκα και πήρα από το ΚΤΕΛ
Ορεστιάδας το πρώτο λεωφορείο για τα Δίκαια στις 6.45΄ η ώρα.
Στις 8.15’ περίπου, έφθασα στον προορισμό μου και ρωτώντας
όποιον έβλεπα μπροστά μου, γρήγορα βρήκα το Σχολείο, όπου με
υποδέχθηκαν με ευγένεια και καλοσύνη οι πέντε δάσκαλοι που
ήταν εκεί, όλοι άντρες και νέοι στην ηλικία. Ο διευθυντής με
ενημέρωσε ότι θα αναλάβω την Πρώτη Τάξη του Σχολείου, γιατί η
δασκάλα που την είχε μέχρι τότε, έφυγε για Αλεξανδρούπολη από
την Παρασκευή, όταν έμαθε από την Υπηρεσία ότι από τη Δευτέρα
θα πήγαινα εγώ. Τότε κατάλαβα, ότι δεν πήγα στα Δίκαια για να
καλύψω κάποιο υπαρκτό κενό σε θέση δασκάλου, αλλά για να
διευκολύνω τη θεαματική βελτίωση θέσης, μιας δασκάλας που είχε
τον τρόπο να πετυχαίνει από τη Διοίκηση της Εκπαίδευσης, το
λεγόμενο ρουσφέτι.
Η πρώτη ημέρα στο Σχολείο κύλισε με τη γνωριμία μου με
τους 22 μαθητές και μαθήτριές μου, «τα Πρωτάκια μου», που εγώ
πλέον, ο 23άχρονος δάσκαλος, αναλάμβανα να τους μάθω να
διαβάζουν και να γράφουν, καθώς και με τους συναδέλφους, που
κατάγονταν όλοι από τον Έβρο και έμεναν προσωρινά στα Δίκαια.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η πληροφορία που μου έδωσαν, ότι
λίγες εκατοντάδες μέτρα βόρεια από το διδακτήριο, ήταν η
ελληνοβουλγαρική μεθόριος και ό,τι έβλεπα προς τον βορρά ήταν
βουλγαρικό, ενώ σε μικρή απόσταση από την περιοχή των
Δικαίων προς τα νοτιοανατολικά, άρχιζε η ελληνοτουρκική
μεθόριος γι’ αυτό και η ευρύτερη περιοχή λεγόταν «τριεθνές». Όλα
αυτά έδιναν μια ιδιαίτερη δυναμική στο τοπίο λόγω της
γεωστρατηγικής του αξίας και εγώ αισθανόμουν περήφανος που
ξεκίνησα τη διδασκαλική μου καριέρα, από αυτή την εσχατιά του
πάτριου!
Το μεσημέρι δεν υπήρχε λεωφορείο για να επιστρέψω στην
Ορεστιάδα, αλλά το οτομοτρίς, η αυτοκινητάμαξα δηλαδή, η οποία
ήταν ένα σιδηροδρομικό όχημα με δική του κινητήρια μηχανή, που
5
περνούσε από τα Δίκαια, καθώς εκτελούσε καθημερινά το
δρομολόγιο Αλεξανδρούπολη – Ορμένιο – Αλεξανδρούπολη. Η
σιδηροδρομική γραμμή, περνούσε εγγύτατα της δυτικής όχθης του
ποταμού Έβρου, χαρίζοντάς μου μια εξαιρετική και πρωτόγνωρη
θέα της παραποτάμιας θρακικής φύσης, καθώς και της
ελληνοτουρκικής μεθορίου, με κυρίαρχα στρατιωτικά και
συμβολικά τότε στοιχεία, τα στρατιωτικά περίπολα πρώτης
γραμμής και τις υπερυψωμένες σκοπιές με τις ευδιάκριτες σημαίες
τους, εκατέρωθεν του ποταμού· δυτικά τις γαλανόλευκες ελληνικές
και ανατολικά τις κατακόκκινες τουρκικές.
Στην Ορεστιάδα, επέστρεφα το απόγευμα, χωρίς ωστόσο να
νιώθω κουρασμένος, τόσο από τον ενθουσιασμό της εργασίας και
την πρόοδο των μικρών μαθητών μου, όσο και από τη βίωση των
πανέμορφων εικόνων της θρακικής φύσης, τον διάλογο με
καθηγητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, που συνταξιδεύαμε
κατά την επιστροφή και το υψηλό πατριωτικό συναίσθημα που με
κατέκλυζε, από την άμεση και εκ του σύνεγγυς θεωρία της
συνοριακής γραμμής, με τον εξ Ανατολών γείτονά μας.
Το ταξίδι μου αυτό, με τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, κράτησε
από εκείνη την ημέρα, της 24ης Οκτωβρίου 1983,έως τη λήξη του σχολικού έτους, την 21η Ιουνίου του 1984 και παραμένει εσαεί στην ψυχή μου, ως το προοίμιο της μετέπειτα πνευματικής διαδρομής μου.
Νικόλαος Ι.Κουφός
![]() |
![]() |
| Ο Νίκος Κουφός σε μια συναισθηματικά φορτισμένη συνάντηση με το "πρωτάκι¨του,42 χρόνια μετά,Σάσα Παυλίδου,που είναι τώρα η πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Δικαίων |






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου