Ποδοκροτήματα κι οχλοβοή καθώς συνάζονταν οι φαμελίτες του Μεσολογγιού στην τρίτη φάλαγγα για ν’ ακολουθήσουν τις δύο προηγούμενες των πολεμιστών που θα έβγαιναν πρώτες για να ασφαλίσουν τον χέρσο τόπο πριν απ’ τα ταμπούρια των αραπάδων και των Τούρκων. Μαζί με όλους τους άλλους κι αυτός, με τα άρματά του και τα φισέκια του έτοιμα. Σιμά κι η γυναίκα του που είχε ποδεθεί τσαρούχια και φουστανέλα, γελέκι και σελάχι με χαρμπί και μαχαίρι, οι περισσότερες γυναίκες τους έτσι είχαν ντυθεί για να δείχνουν σερνικές, τον εχθρό να τρομάξουν και ν’ αποφύγουν αιχμαλωσίες και βιασμούς.
Ξεθηκάρωσε το κοφτερό γιαταγάνι του κι άπλωσε το άλλο χέρι του να πάρει απάνω του το παιδί. Η γυναίκα του δεν τον άφησε. Το τράβηξε απότομα, το σήκωσε και στην δική της αγκάλη το έσφιξε, ένα με τα στήθια που το βύζαξαν και το ανάστησαν.
«Θα το βαστάω εγώ…» του είπε ανυποχώρητα.
«Μπορείς;»
«Συ έχεις άλλη δουλειά να κάνεις με το λεύτερο χέρι σου», πρόσταξε και του έδειξε την πιστόλα που είχε μπηγμένη στο σελάχι.
«Θα το κρατάω γερά. Θα είναι πιο σίγουρο στην αγκαλιά μου…»
«Πιο σίγουρο απ’ την αγκαλιά της μάνας;» απόρησε ξαφνιασμένη η γυναίκα του.
Δεν επέμεινε. Διέκρινε στα μάτια της την απαρασάλευτη πίστη, το γνώριζε τούτο το σημάδι της πεισμονής της, δε φελούσε να επιμείνει, τίποτα δε θα κατάφερνε.
«Θ’ αντέξεις όμως για δύο μες στη χαλασιά και τη φωτιά; Θ’ αντέξεις και για σένα και γι’ αυτό;» τη ρώτησε δείχνοντας το σπλάχνο τους, που στεκόταν ασάλευτο απ’ το αφιόνι που το είχαν πρωτύτερα ποτίσει.
«Και γι’ αυτό θ’ αντέξω και για σένα…» του αποκρίθηκε ανενδοίαστα, ανασηκώθηκε και τον φίλησε άλλη μια φορά στο μπαρουτοκαπνισμένο του μάγουλο. «Τάμα το κάνω, κύρη μου… Θ’ αντέξω… Σαν τη δύναμη της μάνας άλλη δεν έχει… Λόγο στον Θεό δίνω…»
Της ανταπόδωσε το εξημμένο βλέμμα, τη γλυκοφίλησε τρεις φορές κι ύστερα στράφηκε μπρος του και τράβηξε τη γεμάτη πιστόλα του.
«Πίσω μου να στέκεις! Μη με χάσεις απ’ τα μάτια σου!» έδωσε τη στερνή εντολή του καθώς ο αγγελιαφόρος των καπεταναίων έτρεχε μπρος πίσω στη φάλαγγα και τους πρόσταζε να ’τοιμαστούν για την έξοδο.
***
Διακόσια χρόνια διάβηκαν από τότε που αρματώθηκε ο λαός μας με του Ρήγα τους στίχους, τα οράματα της Φιλικής και τη φλογερή διακήρυξη του Υψηλάντη: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Διακόσια χρόνια απ’ τον ξεσηκωμό που γίνηκε δύναμη, θρίαμβος και λευτεριά.
Από τούτο το κάλεσμα της ιερής μνήμης δε θα μπορούσα να λείψω μήτε ως άνθρωπος μήτε ως συγγραφέας. Με δέος, περηφάνια και βαθιά εθνική συνείδηση, καταπιάστηκα ν’ αναπλάσω συγγραφικά την ατμόσφαιρα του Εικοσιένα, να την αποτυπώσω με λέξεις και να τη ζωντανέψω μ’ αισθήματα˙ όχι μονάχα με τα τρανά, τα ηρωικά, μα και με τα μικρά, τ’ ανθρώπινα.
Γιατί το Εικοσιένα, παρεκτός από αγώνας της εθνικής μας ανεξαρτησίας, ήταν σύγκαιρα κι αγώνας του κάθε ανθρώπου για αξιοπρέπεια. Ήταν το μεγαλείο ενός σκλαβωμένου λαού που κατάκτησε ολομόναχος τη λευτεριά του. Καταπώς το έγραψε ο Παλαμάς: Η μεγαλοσύνη στα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.
Το άγιο αίμα του λαού μας.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Το μικρό αγόρι κρεμιέται απάνω της, τα χεράκια του
δεμένα στον λαιμό της, το προσωπάκι του φωλιασμένο στον κόρφο της. Η μάνα τον
σφίγγει στην αγκάλη της, ανασαίνει με λαχτάρα τις ανάσες του και μια στιγμή
καρτερά. Μια στιγμή για το στερνό της κοίταγμα, το στερνό της δάκρυ, τα στερνά
της λόγια. «Γιε μου… Αϊτέ μου…» Μια στιγμή μονάχα πριν ριχτεί στο βάραθρο.
Σουλιώτισσες, Μοραΐτισσες, δολιομάνες, μορφές σκλαβωμένες μα και μορφές
θεριεμένες που ρίχνονται σε αγώνα ανείπωτο για ν’ αλλάξουν την αλυσόδετη μοίρα
τους.
Στο Σούλι και στα Γιάννενα, στον Μοριά και στα Ψαρά, στη Ρούμελη και στο
Μεσολόγγι, φτάνει η στιγμή του σηκωμού, η ώρα της Επανάστασης. Τότε αρχινά
τούτο δω το μυθιστόρημα, όταν οι γονατισμένοι πιάνουν τ’ άρματα και ορθώνουν
ψυχή και μπόι στον πανίσχυρο δυνάστη.
Η Λέγκω, ο Σίμος, η Δέσπω, ο Νικόλας, η Αργυρώ και σιμά τους οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τζαβελαίοι, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, οι αρματωμένοι της Kλεφτουριάς κι οι απόστολοι της Φιλικής, οι μπουρλοτιέρηδες κι οι καπετάνισσες. Ήρωες και ηρωίδες του λαού μας που βαφτίστηκαν μια φορά στο λάδι για την πίστη τους και μια φορά στο αίμα για την πατρίδα τους. Αυτός είναι ο αγώνας τους. Αυτή είναι η Ιστορία μας.
Θοδωρής Παπαθεοδώρου
Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει δεκατέσσερα μυθιστορήματα ενηλίκων, ένα νεανικό μυθιστόρημα και δύο βιβλία για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, ενώ έχει συμμετάσχει σε τρεις συλλογές διηγημάτων. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Το μυθιστόρημά του ΟΙ ΕΦΤΑ ΟΥΡΑΝΟΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ τιμήθηκε με το Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος, ενώ ΤΟ ΑΣΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ με το Βραβείο Καλύτερου Έργου Μνήμης 2003-2004 στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης και Πεζογραφίας. Επίσης, το μυθιστόρημα ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών – ΕΚΕΒΙ 2010, ενώ το ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ υποψήφιο για το ίδιο βραβείο το 2012, όπου και κατέλαβε τη δεύτερη θέση στις ψήφους των αναγνωστών και των Λεσχών Ανάγνωσης. Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ έχει γράψει και τα πολιτικά θρίλερ SΦΑΓΕΙΟ SΑΛΟΝΙΚΗΣ και ΜΑΥΡΗ ΑΥΓΗ με το ψευδώνυμο ΘΑΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου