Γύρω
στον 8ο μ.χ. αιώνα, αφού το αραβικό Ισλάμ ξεπέρασε την αρχική πρωτόγονη
ορμή και την αναζήτηση λείας, συνέβη μια αραβική Αναγέννηση με κέντρα
τη Βαγδάτη και την Αλεξάνδρεια. H επιρροή του Ισλάμ από την ελληνική
παιδεία επιταχύνθηκε μετά το 749 μ.Χ., όταν επικράτησε η δυναστεία των
Αβασιδών και μετέφερε την πρωτεύουσα στη νέα πόλη της Βαγδάτης,
μετατρέποντας παράλληλα το χαλιφάτο από ένα κράτος που κυριαρχούσε μια
αριστοκρατία πολεμιστών, σε οργανωμένο κράτος.
Tότε αξιοποιήθηκε η
παλιότερη ελληνική σκέψη και έγινε έμπνευση και πηγή αυτής της αραβικής
Αναγέννησης. Ο πολιτιστικός δυναμισμός του χαλιφάτου εκείνη την περίοδο
εκφράστηκε με την προσπάθεια ιδιοποίησης του αρχαίου κόσμου. Οι Άραβες
και ειδικά οι φιλόσοφοι και οι οπαδοί της λογικής, πίστευαν στην
ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας και της σοφίας και έτρεφαν μεγάλο
σεβασμό για την κλασική φιλοσοφία.
Ο φιλόσοφος Μουχάμαν μπεν
Ζακαρίγια αν-Ράζι δήλωνε: «Διαπιστώσαμε επίσης, ότι γενικότερα, ήταν
έγκυρος ο συλλογισμός πώς κανένα άλλο έθνος δεν είχε τόσο ευφυές χάρισμα
ή εμφανέστατη σοφία από το Ελληνικό».
Όμως, υπήρχαν μεγάλα
εμπόδια στην υιοθέτηση της ελληνικής γνώσης και επιστήμης. Το πρώτο και
σημαντικότερο σχετιζόταν με την ύπαρξη ενός άτεγκτου θεολογικού
πλαισίου. Στο Ισλάμ το σύνολο των παραδοσιακών κλάδων της επιστήμης,
όπως η γραμματική, η ποίηση, η ιστορία, η θεολογία και το δίκαιο,
βασίζονταν στο Κοράνι και μεταφέρονταν προφορικά. Το καθήκον των
λειτουργών αυτών των επιστημών ήταν η υπακοή στην κορανική αυθεντία.
Για
τον πιστό μουσουλμάνο η γνώση δεν ήταν στόχος για την κατανόηση και την
ερμηνεία, αλλά μέσο για την επίτευξη της προσωπικής σωτηρίας, μέσα από
την απόκτηση μιας σοφίας που υπηρετούσε το θρησκευτικό δόγμα.
Το
δεύτερο εμπόδιο ήταν το γεγονός ότι η ελληνική επιστήμη ήταν ξένη προς
τους Άραβες και βασιζόταν στο έλλογο στοιχείο που βρισκόταν στην
αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από την αποκαλυπτική θεολογία. Τα προβλήματα
αυτά ξεπεράστηκαν εν μέρει με την δικαιολογία της πρακτικής ωφέλειας.
Έτσι,
τα αρχαία ελληνικά έργα άρχισαν να μεταφράζονται στην αραβική γλώσσα με
βάση κάποια κριτήρια επιλογής των κειμένων, ώστε να είναι συμβατά με το
ισλαμικό θεολογικό πλαίσιο. Τα έργα που επιλέχθηκαν για μετάφραση είχαν
από την αρχή έως το τέλος έναν πραγματιστικό ωφελιμιστικό
προσανατολισμό. Οι μεταφράσεις περιορίστηκαν σε έργα φιλοσοφίας,
γεωγραφίας, μουσικής, μαθηματικών και ιατρικής.
Απορρίφθηκαν τα
λογοτεχνικά έργα, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν θεολογική
αμφιβολία. Επίσης αμετάφραστα έμειναν τα έργα των αρχαίων ιστορικών,
εφόσον για τους μουσουλμάνους αναγνώστες η μόνη αποδεκτή ιστορία άρχιζε
με την εμφάνιση του Μωάμεθ.
___________________________________________
Ενδελεχής μελέτη των αρχαίων Ελλήνων
___________________________________________
Η
μεταφραστική προσπάθεια εντάθηκε την εποχή του χαλίφη Χαρούν αλ-Ρασίντ,
περί το 790 μ.Χ. Ο διάλογος με τους Βυζαντινούς εντάθηκε. Τέσσερεις
σημαντικοί Βυζαντινοί διανοούμενοι συμμετείχαν σ’ αυτόν. Την αυλή των
Αβασιδών επισκέφτηκαν ως μέλη διπλωματικών αντιπροσωπειών, μεταξύ του
829 και του 907 μ.Χ., ο Ιωάννης ο Γραμματικός, ο Άγιος Κωνσταντίνος /
Κύριλλος, ο Φώτιος και ο Λέων ο Χοιροσφάκτης.
Η φιλοσοφική συζήτηση ήταν σε ημερήσια διάταξη με τους διακεκριμένους Βυζαντινούς.
Το
830 δημιουργήθηκε στη Βαγδάτη ο “Οίκος της Σοφίας” (Bayt al-Hikma), ο
οποίος είχε δημόσια βιβλιοθήκη, μεταφραστικό τμήμα και αστεροσκοπείο.
Στον “Οίκο της Σοφίας” συγκεντρώθηκε η φιλοσοφική και επιστημονική
κληρονομιά της Αλεξάνδρειας. Σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο των
Αβασιδών αναδείχθηκε και η Βασόρα. Το πρώτο στάδιο αυτής της αναγέννησης
υπήρξε η εξοικείωση με την ελληνική γραμματεία με έμφαση στα
επιστημονικά βιβλία.
Οι χαλίφες έστελναν ειδικούς στην
Κωνσταντινούπολη για να μεταφέρουν στη Βαγδάτη βιβλία που εμπεριείχαν
την ελληνική γνώση. Αλλά και οι Ουμαγιάδες που ανατράπηκαν και κατέφυγαν
στην Αίγυπτο και την Ισπανία δημιούργησαν σπουδαία πνευματικά κέντρα,
όπως στη Γρανάδα, στη Σεβίλλη και στην Κόρδοβα με τις εβδομήντα
βιβλιοθήκες της.
Συστηματικά μελετήθηκαν από τις μεταφράσεις τα
έργα των Ελλήνων μαθηματικών και φιλοσόφων, όπως και τα έργα των μεγάλων
μηχανικών Κτησίβιου, Φίλωνα και Ήρωνα. Ο Νεστοριανός Σύριος Hunayn ibn
Ishaq (Χουναΐν του Ισαάκ) μετάφρασε ενενήντα έργα του Γαληνού από τα
ελληνικά στα συριακά και σαράντα στα αραβικά. Επίσης μετάφρασε τρεις
πλατωνικούς διαλόγους, έργα του Αριστοτέλη (“Μετά τα φυσικά”, “Περί
ψυχής”, “Περί γενέσεως και φθοράς”, “Φυσικά” κ.ά.) καθώς και αστρολογικά
έργα.
_____________________________
Η περίπτωση του Αβερρόη
_____________________________
Ο
γιός του Ισαάκ μετέφρασε και άλλα έργα του Αριστοτέλη, τα “Στοιχεία”
του Ευκλείδη, τη “Μεγίστη Σύναξη” του Πτολεμαίου. Ο Κούστα ιμπν Λούκα
(Κώστας του Λουκά) μετάφρασε έργα του Διόφαντου και του Αρίσταρχου. Ένας
άλλος μεταφραστής, ο Θαμπίτ ιμπν Κούρα, εθνικός (δηλαδή ούτε χριστιανός
ούτε μουσουλμάνος), μετάφρασε μαθηματικά και αστρονομικά κείμενα, καθώς
και έργα του Αρχιμήδη. Στα αραβικά μεταφράστηκε το σύνολο των γνωστών
έργων της ελληνικής φιλοσοφίας, από τον Πλάτωνα έως τους Αλεξανδρινούς
του 6ου μ.Χ. αιώνα.
Η θεμελίωση της ισλαμικής επιστήμης, όπως και
η δομή της, έγινε πάνω στις ελληνικές βάσεις και αξίες. Έως το 1000
μ.Χ. είχε αποδοθεί σε εύχρηστες αραβικές μεταφράσεις το σύνολο σχεδόν
των έργων της ελληνικής ιατρικής, φυσικής φιλοσοφίας και μαθηματικών. Η
κατάκτηση της επιστημονικής γνώσης ομολογείται και από τους Βυζαντινούς
απεσταλμένους στο Χαλιφάτο. Ο Κωνσταντίνος (μετέπειτα Κύριλλος)
συμμετέχει σε θεολογικές συζητήσεις με τους μουσουλμάνους στη Βαγδάτη.
Από
τη στιγμή που μεταφράστηκαν τα έργα στην αραβική εμφανίστηκαν
διανοούμενοι, όπως ο Αβικένας, ο Αβερρόης, ο Αλ-Κιντί, o Αλ-Φαράνι και o
Αλ-Μπιρουνί, που ξεπέρασαν τόσο τους Σύριους όσο και τους Βυζαντινούς
χριστιανούς στη δημιουργική χρήση αυτών των πηγών και συνέβαλαν στη
διάδοσή τους στην Ευρώπη. Κάποιοι απ’ αυτούς συνέβαλαν στο να γίνει
γνωστή στη Δύση η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, όπως ήταν ο Αβικέννας και ο
Ιμπν αλ-Χαϊτάμ.
Αυτός που ξεχωρίζει είναι ο Αβερρόης, σχολιαστής
του Αριστοτέλη. Ο Αβερρόης ήταν μία μορφή που διαπέρασε τα πολιτισμικά
σύνορα Ανατολής και Δύσης. Θεωρήθηκε αυθεντία τόσο σε ζητήματα ερμηνείας
του Αριστοτέλη, όσο και σε ζητήματα ιατρικής, νομικής και άλλων
επιστημών. Η σημασία και το χρέος των Αράβων προς τους Έλληνες
αναγνωρίζεται από τους μουσουλμάνους λόγιους.
Ο αλ-Κίντι γράφει
στον πρόλογο του έργου του “Περί πρώτης φιλοσοφίας”: «Δεν είναι ντροπή
να αναγνωρίζομε την αλήθεια και να την αφομοιώνουμε από οποιαδήποτε πηγή
κι αν προέρχεται, ακόμα κι αν ήρθε σε μας από προηγούμενες γενιές και
ξένους λαούς».
––– –––
Σάββατο 23 Μαρτίου 2024
Ελληνική σκέψη και αραβική Αναγέννηση Του Βλάση Αγτζίδη-Από τις εκδόσεις Πατάκη!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου