Μέρες του 1943. Μέρες Κατοχής. Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, δύο παράξενα πτώματα. Ο αστυνόμος Ασλάνογλου τα κοιτάζει ανέκφραστος.
Γύρω απ΄το λιμάνι, στο κέντρο και στις συνοικίες της Σαλονίκης κόλαση. Μουλωχτοί φόνοι και βόμβες που σκάνε οπουδήποτε χωρίς προειδοποίηση. Σφαίρες σε σβέρκους στα καλά καθούμενα μες στη μέση του δρόμου κι εκτελέσεις εν ψυχρώ με μια απόφαση κομματικής ασφάλειας/
Κομμουνιστές και ταγματασφαλίτες σφάζονται στους δρόμους. Το ΚΚΕ δημιουργεί την οργάνωση εκτελεστών του, την ΟΠΛΑ. Οι ταγματασφαλίτες συλλαμβάνουν, βασανίζουν και εκτελούν αδιακρίτως, αρκεί να υπάρχει λεία. \Τα Ες Ες τραβάνε τους Εβραίους και τους φορτώνουν στα τρένα για τα κρεματόρια. Ξύλο και βασανιστήρια, λειψό φαγητό κι ελάχιστος ύπνος. Πλιάτσικο και λεηλασίες σε συναγωγές, σε μαγαζιά, σε σπίτια, σε νεκροταφεία.
Φόβος, φόβος παντού κι ένας προγραμμένος έρωτας που προσπαθεί να αντέξει, να κρυφτεί, να ζήσει.
Μέρες του 1943. Μέρες Κατοχής.
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, δύο παράξενα πτώματα.
Ο αστυνόμος Ασλάνογλου απορεί: Τι νόημα έχει να προσπαθεί κανείς να τηρήσει το νήμα μέσα σ΄ένα ρημαγμένο κόσμο ομαδικής παραφροσύνης;
Τραβάω κατά τη μεριά του Σπίνου, στο μπουγατσάδικο πίσω από την πλατεία Ελευθερίας, μες στα στενά και τις αποθήκες ελαίων και βουτύρων, όταν υπήρχαν έλαια και βούτυρα. Ο Σπίνος, κατά κόσμον Ιορδάνης Σουκουρτζόγλου, μέσος τεχνίτης της σαλονικιώτικης μπουγάτσας, διατηρεί μαγαζάκι με ειδική άδεια λειτουργίας από τις γερμανικές Αρχές Κατοχής. Μια φορά πήγα στη ζούλα λίγα κομμάτια ζεστή, μοσχομυριστή μπουγάτσα στην Κομαντατούρ, στο λοχαγό Φράιν, και τρελάθηκε, δεν είχε ξαναβάλει στο ασπρουλιάρικο στόμα του τέτοιο γλύκισμα. Σε σύγκριση με τη φρέσκια μπουγάτσα Σαλονίκης, το στρούντελ του έμοιαζε έτσι όπως τι είπε κατά λέξη: σαν χτικιάρης μπρος σε Εβραίο έμπορο.
… οι κάθε λογής πολιτικές ομάδες που ζούσαν στη σκιά της πόλης και θρέφονταν απ΄την ανωμαλία αλληλοσκοτώνονταν με τους ρυθμούς στρατοπέδων εξόντωσης. Οι κομμουνιστές και οι ταγματασφαλίτες σφάζονταν πια ανοιχτά στους δρόμους. Βόμβες στα σπίτια και στα μαγαζιά έσκαγαν κάθε ώρα της μέρας και της νύχτας, άνθρωποι σέρνονταν στα πεζοδρόμια κι εκτελούνταν για παραδειγματισμό, έμεναν για πάντα ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Και μαζί μ΄αυτούς που προσπαθούσαν να πάρουν πλεονέκτημα πολιτικής εξουσίας και στρατιωτικού ελέγχου ενόψει της αποχώρησης της γερμαναρίας, κάποιοι αλήτες του υποκόσμου-μαυραγορίτες, χαφιέδες, χασισέμποροι και νταβατζήδες-βρήκαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους σουγιαδιάζοντας ο ένας τον άλλον. Το αίμα πλημμύριζε την πόλη, έχανε η μάνα το παιδί. Κόλαση, η ζωή είχε γίνει κόλαση επί γης!
Ο Φράντς Μάισνερ, ιδιαίτερος γραμματέας και δεξί χέρι του Χάουπστουρμφύρερ Μαξ Μέρτεν, προσωπικού φίλου του Χίτλερ και υπεύθυνου για την επιβολή της «Τελικής Λύσης» στη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, είχε τη φήμη ανθρώπου, που δεν ίδρωνε το αυτί του ακόμα κι αν έβρισκε το πρωινό ρόφημα του σερβιρισμένο σε ανθρώπινο κρανίο. Όσες φορές αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να συνεργαστεί μαζί μας, έκανε μεγάλο κόπο να μη δείξει την απέχθεια και την περιφρόνηση του. Ήταν δεδομένο πως μας θεωρούσε παρακατιανούς της φύσης, δεύτερης διαλογής πλάσματα. Ούτε να φτύσει Έλληνα δεν καταδεχόταν με το καθαρόαιμο φυλετικό του σάλιο, όχι να ζητήσει βοήθεια.
Εξάλλου ένα μήνα πριν είχε έρθει η δικτατορία του Μεταξά και οι δουλειές της αστυνομίας φούντωσαν για τα καλά, ιδιαίτερα της Ειδικής Ασφάλειας. Που μετατράπηκε σε μεταφορική εταιρία, κουβαλώντας αγεληδόν και νυχθημερόν κομμουνιστές σε φυλακές και εξορίες. Εγώ βεβαίως δεν πληρούσα τις προϋποθέσεις για αυτό το υψηλό λειτούργημα λόγω των βενιζελικών πεποιθήσεων του πατέρα μου, κι έτσι μετατέθηκα στη Γενική Ασφάλεια κι άρχισα να κατοικοεδρεύω στο Βαρδάρη και στη Μπάρα, κυνηγώντας πουτάνες, χασικλήδες και μαχαιροβγάλτες. Όχι ότι είχα και λιγότερες φούριες δηλαδή, η Σαλονίκη μεγάλο λιμάνι ήταν και σαν τέτοιο μάζευε όλη τη πλέμπα της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων. Εξάλλου, μετά την παραμονή τόσου στρατού της Αντάντ στην περίοδο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου είχε δημιουργήσει παράδοση και υποδομές στο πουταναριό. Βάλε και την άφιξη των ρακένδυτων προσφύγων της Μικρασίας που έφτασαν μαζί με τα ψιλοκομμένα Προύσσης και τους λουλάδες τους, η δουλειά δεν έλειπε ποτέ και η μύηση μου στον υπέροχο κόσμο της νύχτας και της παρανομίας συνεχίστηκε αδιαλείπτως επί τέσσερα παραγωγικά και γόνιμα χρόνια.
Ύστερα ήρθε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, επιστρατεύτηκα, πολέμησα στα βουνά και στην αμυντική γραμμή Μεταξά μέχρι που κατέρρευσε το Μέτωπο, υπογράφτηκε η ανακωχή και παρέλασα μπρος στα υψωμένα όπλα των στρατιωτών της Βέρμαχτ. Στη Σαλονίκη ήρθα με τα πόδια, ελεεινός, ισχνός και ψειριασμένος μήνα μετά τους Γερμανούς.
… Τώρα δεν υπήρχαν πολλοί κομμουνιστές να κυνηγάμε. Οι πιο πολλοί είχαν τραβηχτεί πάνω στα βουνά, αρκετοί παραδόθηκαν από τους Χωροφυλάκους μας στους Γερμανούς σούμιστοι κι όπως ήταν μαντρωμένοι, άλλοι παρέμειναν οικειοθελώς στη φυλακή, πιστεύοντας στο Σύμφωνο μη Επίθεσης που υπέγραψαν οι Γερμανοί με τα αφεντικά τους, τους Σοβιετικούς, και οι λίγοι που είχαν απομείνει ελεύθεροι στην πόλη είχαν στήσει καινούργιες γιάφκες κι είχαν χαθεί απ΄την πιάτσα. Έτσι, τον πρώτο καιρό της Κατοχής, κανένας δεν ασχολούνταν με τους κομμουνιστές και τις λίγες εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως είχαν συσταθεί και λειτουργούσαν μάλλον ερασιτεχνικά. Εξάλλου, το μεγάλο ψάρι στη Σαλονίκη δεν ήταν τα κομμούνια ούτε η εθνική αντίσταση. Ήταν οι Εβραίοι.
Σε αυτή την πολυπληθή θρησκευτική ομάδα στράφηκε σχεδόν αμέσως η προσοχή των κατοχικών Αρχών, την εβραϊκή κοινότητα των πενήντα χιλιάδων ανθρώπων που έλεγχαν όλη την οικονομική ζωή της πόλης με τα δεκατρείς χιλιάδες ακίνητα και τα δυόμισι χιλιάδες καταστήματα και εργοστάσια που είχαν στην κατοχή τους. Γι΄αυτούς τους ανθρώπους και τις περιουσίες τους ενδιαφέρθηκαν πρωτίστως οι Γερμανοί, όπως άλλωστε συνέβη παντού στην Ευρώπη. Μς τους Έλληνες αντάμα φυσικά. , Εξάλλου, από τη μια μεριά ο περιώνυμος ανθελληνισμός των Εβραίων της Σαλονίκης κι από την άλλη ο συνεπακόλουθος αντισημιτισμός των Ελλήνων της πόλης άναψε και φούντωσε με τη φωτιά που έκανε στάχτη την εβραϊκή κοινότητα Θεσσαλονίκης, τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη των Βαλκανίων και μια από τις πλέον εύρωστες ολόκληρης Ευρώπης.
Εγώ δεν είχα άμεση ανάμειξη σε όλο αυτό το κυνήγι της σιωνιστικής λείας. Άλλωστε ήμουν επιφορτισμένος με το καθήκον της κοινωνικής τάξης και ηθικής, η οποία ηθική δοκιμαζόταν κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του Βαρδάρη, του λιμανιού και του σιδηροδρομικού σταθμού. Έτσι, συχνά πυκνά ήταν τα σουλάτσα μας πέριξ των δύο συγκοινωνιακών κόμβων, τουλάχιστον προτού η περιοχή απαλλοτριωθεί και μετατραπεί σε εβραϊκό γκέτο, μια εκδοχή αυτού που συνέβη στη Βαρσοβία.
Καλοκαίρι του 1942, πρωί ενός πολύ ζεστού Ιουλίου… στον Βλάση Σαλάμπουρα, που κρατούσε το καφενείο του σιδηροδρομικού σταθμού…
«Γιατί να μαζευτούν πρωινιάτικα, του λέω. Έρχονται τίποτα σπουδαίοι;»
«Ίσα ίσα… Φεύγουν. Στις οχτώ. Δε βλέπεις τις αναμμένες μηχανές; Ρώτησε δύσθυμα και έδειξε κατά βάθος, στην αρχή των σιδηροδρομικών γραμμών.
Τότε εδέησα να σηκώσω το κεφάλι μου, να κοιτάξω κατά βάθος και να πάψω να αναρωτιέμαι για το ντουμάνι που γέμιζε την ατμόσφαιρα. Έξι ατμομηχανές δεμένες ανά δύο και με τα καζάνια τους σε πλήρη λειτουργία γέμιζαν ατμό και κάπνα ολόκληρη την περιοχή με τα φουγάρα τους.
«Τόσο πολλές μηχανές; Πόσοι φεύγουν; Μας αδειάζουν τη γειτονιά τα γερμανόσκυλα;»
Γύρω στις εφτά… άρχισαν να φτάνουν στο σταθμό, λίγοι λίγοι στην αρχή κι έπειτα κοπάδια ολόκληρα, πολλές φορές με τη συνοδεία στρατιωτών, οικογένειες ανθρώπων που φαίνονταν εξουθενωμένοι από το κλάμα και την αγρύπνια, ιδιαίτερα στα πρόσωπα των γυναικών. Οι άνδρες έδειχναν εξ όψεως σκέτα ράκη, αλλά ήταν εμφανής η αγωνία τους να δείξουν ψυχραιμία και σιγουριά, αν και τα μαύρα, βουλιαγμένα στις κόγχες μάτια τους, που κοιτούσαν στα κλεφτά δεξιά κι αριστερά με αγωνία, πρόδιδαν την αγωνία τους. Μια πυκνή, δακρυσμένη και μουγγή παρέλαση ανθρώπων λιπόσαρκων και καταπονημένων κι εγώ μοναδικός επίσημος θεατής, καθισμένος στην ψάθινη καρέκλα μου, να παρακολουθώ με ενδιαφέρον και, κυρίως, με περιέργεια.
Μπόγοι και μικρές βαλιτσούλες, πέτσινα σακίδια από τους πιο εύπορους ή απλά ζεμπίλια από τους φτωχούς άρχισαν να συσσωρεύονται στο ορισμένο σημείο συγκέντρωσης όλου αυτού του κόσμου, σε μια πρόχειρη αλάνα λίγα μέτρα μακρύτερα από τις αποβάθρες όπου μούγκριζε ήδη το πρώτο δίδυμο των τρένων με τα βαγόνια τους.
Εκτοπισμός; Σκέφθηκα συνηθισμένος από παλιότερες εικόνες και συνήθειες.
Το θέαμα μου θύμισε ομαδικές αναχωρήσεις κομμουνιστών στο λιμάνι στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, πριν την Κατοχή. Σε αντίθεση με εκείνους όμως, που στα πρόσωπα τους είχαν το αποφασισμένο βλέμμα σίγουρου ανθρώπου, που καμιά οικογένεια δεν τους συνόδευε στην προβλήτα του αποχαιρετισμού, όπου έφταναν με τη συνοδεία των κομματικών καθοδηγητών τους, οι οποίοι έλεγχαν επισταμένως το ατσαλένιο τους φρόνημα, ετούτοι εδώ είχαν την όψη της άφατης θλίψης, την ανθρώπινη και φυσική συνοδεία κάθε ακούσιου αποχωρισμού.
……………………………………………………………….
Τον Θοδωρή Παπαθεοδώρου τον παρακολουθώ από τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα αλλά είχα αργήσει να διαβάσω κάποιο αστυνομικό μυθιστόρημα του, όπου επιχείρησε και το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ως Θάνος Δραγούμης! Με το «Σφαγείο Σαλονίκης» ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου κινείται με εφόδια την καλή γνώση της ιστορίας της περιοχής και με μια ουσιαστική έρευνα πεδίου και μας παραδίδει ένα πολιτικο-αστυνομικό μυθιστόρημα από τα καλύτερα του είδους στη νεοελληνική λογοτεχνία! Διαχειρίζεται με μαεστρία το εξαιρετικά εύφλεκτο υλικό του και με τον εντυπωσιακό ρεαλισμό των εικόνων του η μυθοπλασία του αγγίζει τα όρια ενός ιστορικού και πολιτικού ντοκιμαντέρ μιας δύσκολης εποχής, όπου πολλές φορές έχεις την αίσθηση ότι πολλοί κινούνταν σε παράλληλα και πολλαπλά επίπεδα. Κανένας δεν μπορεί να είναι μόνο μια πλευρά και μια εικόνα! Οι συνθήκες και οι καταστάσεις επιβάλλουν τους πρωταγωνιστές να κινούνται υποδυόμενοι διαφορετικούς κι ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενους ρόλους, γιατί αυτό υπαγορεύει ο κανόνας της επιβίωσης!
Ο Θάνος Δραγούμης αγγίζει ένα μεγάλο εθνικό και πολιτικό ταμπού, το θέμα της εξόντωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, όπου ακόμη κι ο ανυποψίαστος αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει όλους εκείνους του μηχανισμούς που οδήγησαν στον μεγάλο αφανισμό της ιστορικής αυτής κοινότητας!
Ένα πολιτικο-αστυνομικό μυθιστόρημα με κινηματογραφική ταχύτητα στη δράση και την πλοκή του, που σε κερδίζει από την πρώτη αράδα και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον σου μέχρι και την τελευταία του!
Ένα βιβλίο που υπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς του, συμβάλλει στην εξοικείωση μας με ένα δύσκολο ζήτημα και κυρίως είναι μια καλή ευκαιρία για να περάσετε όμορφες και γόνιμες στιγμές ανάγνωσης!
Αξίζει να διαβαστεί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου