Be open, be free, be Berlin…
Καλώς ήρθατε στο σπίτι του Albert – Dúrer κανονικά δεν θα έπρεπε αυτό το «καλώς ήρθατε» να το ακούτε από τα δικά μου χείλη, αλλά από αυτά της συζύγού του, όμως, μ’ άφησε στο πόδι της, καθώς εκείνη παίρνει μέρος με δικό της περίπτερο στην «Αγορά των Αδελφών Πόλεων» στο πλαίσιο της Χριστουγεννιάτικης αγοράς της Νυρεμβέργης. Το περίπτερό της – αυτό το λέω για σας που θα βρεθείτε αυτές τις μέρες στην πόλη μου- βρίσκεται δίπλα στο περίπτερο του συλλόγου «Φίλος». Όλη μέρα μαλώνουν σαν τον σκύλο με την γάτα (αυτή είναι μια έκφραση που χρησιμοποιούμε ακόμη εμείς οι Έλληνες μετανάστες) με τον επικεφαλής του Συλλόγου, τον Σωτήριο Ξώγνο, αντικείμενο των συχνών καβγάδών τους, που έχουν οδηγήσει ακόμη και σε αδελφοποίηση, είναι το ποια από τις δύο πόλεις, η Καβάλα ή η Νυρεμβέργη είναι ομορφότερη; Στο Albrecht- Durer – Haus είμαι σαν να λέμε εξωτερικός συνεργάτης. Εύκολη δουλειά, εγώ κάθομαι και οι επισκέπτες (περίπου δύο εκατομμύρια στις τέσσερις εβδομάδες των εορτών) ακούνε την φωνή μου να τους ξεναγεί σε ένα σπίτι που έζησε ο κορυφαίος ζωγράφος Albert – Durer, το 3ο από τα 18 παιδιά μιας φτωχικής οικογένειας χρυσοχόου. Στην Νυρεμβέργη ζω τα τελευταία είκοσι χρόνια, είμαι μάλιστα ανάμεσα στους 400 Έλληνες που πήραν την γερμανική υπηκοότητα. Όμως, επιτρέψτε μου να σας συστηθώ· Ονομάζομαι Αντώνιος Γκρέκο, μετανάστης από την Ελλάδα όπως σας είπα ήδη, από τον χωριό Πύθιο του Έβρου, από όπου το 1960 έφυγαν όλοι οι κάτοικοί του για την Δυτική, τότε, Γερμανία και έμεινε το χωριό μόνο. Νομίζω ότι το επιχειρηματικό μου πνεύμα με οδήγησε εδώ, σε μια πόλη χιλίων χρόνων που γνώρισε πολλές φορές την οικονομική και πολιτιστική άνθιση και ακμή. Εδώ έγινα ο Αυτοκράτορας των εστιατορίων, εδώ στέφθηκα και «αυτοκράτορας των τριαριών» σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Λέω αυτοκράτορας και όχι βασιλιάς ή κάτι άλλο, γιατί το Μεσαίωνα η Νυρεμβέργη είχε καθοριστεί ως ο τόπος, στον οποίο ο εκάστοτε νεοεκλεγμένος Γερμανός αυτοκράτορας καλούσε την πρώτη αυτοκρατορική σύνοδο. Εδώ φυλάγονταν και τα εμβλήματα της εξουσίας, με τον ίδιο τρόπο που σήμερα, σε κάθε εργαστήριο παρασκευής, φυλάγονται οι συνταγές για τα Lebkuchen. Ήταν Μάιος όταν πρώτο-πάτησα το πόδι μου εδώ, «η νύχτα ήταν μπλε»· Μουσεία, θέατρα και άλλα πολιτιστικά ιδρύματα άνοιγαν τις πόρτες τους. Στους δρόμους του κέντρου, καλλιτεχνικές και φωταγωγικές εγκαταστάσεις, μουσική και δρώμενα καλούσαν τον κόσμο, ανάμεσά του και εμένα, να παρατηρήσει. Μόλις είχα κατέβει από το τρένο στο σταθμό – ξέχασα να σας πω ότι σ’ αυτή την πόλη, το 1835, η πρώτη σιδηροδρομική διαδρομή έγινε πραγματικότητα, ανάμεσα στη Νυρεμβέργη και στο Fúrth. Χωρίς χρήματα στην τσέπη το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα στον St. Sebald, αργότερα έμαθα ότι ήταν Άγιος ερημίτης, ερημίτης μετανάστης κι εγώ τότε, νομίζω ότι κανείς δεν θα με καταλάβαινε καλύτερα από ότι εκείνος. Σήμερα, στην ίδια εκκλησία, γιορτάζουμε οι Έλληνες το Πάσχα γιατί η δική μας, αυτή του Αγίου Παύλου, δεν μας χωρά όλους. Εκείνη την ημέρα, μια φορά το χρόνο, είμαστε όλοι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι μαζί. Μόνο την συχωρεμένη τη μάνα μου δεν κατάφερα να την κάνω να έρθει να με δει, έστω ένα Πάσχα. Ποιος της το είπε, πώς το άκουσε, δεν ξέρω, αλλά από την στιγμή που έμαθε ότι ο Χίτλερ έκανε τη Νυρεμβέργη «πόλη των συνεδρίων του κόμματος», κάθε φορά που ανταμώναμε από κοντά στην Ελλάδα ή μιλούσαμε στο τηλέφωνο μου έλεγε: «Και να προσέχεις Γιόκα μου, να προσέχεις τους Ναζί» και αφού μου θύμιζε πόσα εκείνη και ο πατέράς μου υπέφεραν στην διάρκεια του Πολέμου πρόσθετε: «Την κάθε ώρα να μπορείς να τη θυμάσαι δίχως να μετανιώνεις για κάτι». Η μάνα μου λοιπόν, μέχρι και την Γκρέτα, την γυναίκά μου, έβαλε να ορκιστεί, ακουμπώντας το χέρι της στο Ευαγγέλιο, ότι δεν έχει σχέση με τους Εθνικοσοσιαλιστές. Ηρέμησε κάπως όταν έμαθε ότι και στην ίδια πόλη έγιναν οι Δίκες των εγκληματιών πολέμου του καθεστώτος των Ναζί. Οι γονείς της Γκρέτα θυμόταν καλά εκείνες τις ημέρες, όπως και τον αγώνα που έκαναν για να ξαναστήσουν από την αρχή την βαριά καταστραμμένη πόλη από τις βόμβες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 90% της Νυρεμβέργης είχε ισοπεδωθεί. Σε ένα από τα εστιατόριά μου, στο «Η ωραία Γκρέτα» που βρίσκεται στο κέντρο της παλιάς πόλης έχω προσλάβει μόνο υπαλλήλους, που είναι μετανάστες από την Αφρική, όχι βέβαια περίεργο σε μια πόλη που το ποσοστό των δημοτών με μη γερμανικό διαβατήριο είναι 18%, το έκανα, όμως, μόνο και μόνο για να «κατσουφιάζει» το φάντασμα του Χίτλερ, αν κάνει το λάθος και ξεπορτίσει αναζητώντας ένα πιάτο καλοψημένης χήνας ή τα γευστικά λουκάνικα της Νυρεμβέργης…
Όμως, πέρασε η ώρα και δεν σας είπα καθόλου για τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής μου στη Γερμανία, στο -Δυτικό και ενιαίο μετά- Βερολίνο. Βρέθηκα για δουλειά και σπουδές στο Universitat zu Berlin, σπουδές την ημέρα, δουλειά το βράδυ, σε εργαστήρι παρασκευής Brezel, το οποίο εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι ωραίο σνακ για μπύρα. Μια μπύρα με Brezel απολάμβανα μια μέρα όταν την διπλανή παρέα την πλησίασε ένας καλοσυνάτος ψηλός κύριος, αργότερα έμαθα ότι ήταν ο Williy Brandt, τον ξαναείδα στις 26 Ιουνίου του 1963 – αξέχαστη σε μένα μέρα- να συνοδεύει τον Πρόεδρο John F. Kennedy και τον konrad Adenauer και οι τρεις μαζί σε ένα ανοικτό αυτοκίνητο. Σε εκείνο το ζυθοποιείο, με τον Williy Brandt απέναντί μου, ήταν και η πρώτη φορά που με αποκάλεσε κάποιος «Γκρέκο», αυτό ήταν, μου άρεσε και το κράτησα.
Βασανισμένη πόλη το Βερολίνο, ίσως, γι’ αυτό ξέρει και αγκαλιάζει τόσους πολλούς απεγνωσμένους μετανάστες από όλα τα σημεία της γης. Ήταν τo 1945, όταν χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής: σοβιετική, αμερικανική, βρετανική και γαλλική. Τον Ιούνιο του 1948, τότε ήμουν οκτώ χρόνων στο Πύθιο, οι Σοβιετικοί απέκλεισαν το Δυτικό Βερολίνο, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την περιοχή. Αυτό το γεγονός, όπως λένε σήμερα, σήμανε την αρχή του Ψυχρού Πολέμου. Τη δεκαετία του 1950, οι Ανατολικογερμανοί κατέφευγαν μαζικά στη Δύση. Το 1961, η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας οικοδόμησε το διαβόητο Τείχος του Βερολίνου (ντι Μάουερ) για να τους αποτρέψει. Από τότε μέχρι την επανένωση των Γερμανιών, στο τέλος του 1989, περισσότεροι από 180 άνθρωποι πυροβολήθηκαν, ενώ προσπάθησαν να διασχίσουν το Τείχος. Κυλούν τα χρόνια, το πέρασμα τους έβρισκε το τείχος να χωρίζει την πόλη στα δύο, αποκόπτοντας τις κύριες μεταφορικές αρτηρίες, τις γραμμές του Ες- Μπαν και του Ου- Μπαν. Κατά μήκος του υπήρχε ουδέτερη ζώνη. Από όλα τα σημεία, όμως, ακόμη και σήμερα το Τρένενπαλαστ, το Μέγαρο των Δακρύων, είναι αυτό που με συγκινεί περισσότερο, εκεί μέχρι το 1989, ήταν ο τελευταίος σταθμός του Ες – Μπαν, στο Ανατολικό Βερολίνο, ήταν το συνοριακό σημείο ελέγχου για τους επιβάτες του Ες – Μπαν, που κινούνταν προς δυσμάς. Λίγο πιο κάτω, στο Τσέκποϊντ Τσάρλι γνώρισα την Γκρέτα, ελληνογερμανικός έρωτας με την πρώτη ματιά. Αυτό το συνοριακό πέρασμα μεταξύ του Αμερικανικού και του Σοβιετικού Τομέα χρησιμοποιούσαν οι ξένοι πολίτες και οι διπλωμάτες, για μένα και την Γκρέτα, όμως, ήταν Λοβποϊντ…Μέχρι τότε διαδεχόταν η μια μέρα την άλλη χωρίς να έχουν λυθεί τα βασικά ερωτήματα της ζωής, μέχρι τότε, γιατί μετά η ζωή μου πήρε το χρώμα των ματιών της Γκρέτα, το χρώμα της θάλασσας και του ελληνικού ουρανού…Όσοι έχετε δει το χρώμα της ελληνικής θάλασσας ή αυτό του ουρανού όταν ξεδιπλώνει τα σύννεφά του καταλαβαίνετε καλά τι εννοώ…
Είκοσι χρόνια μετά, βρέθηκα και πάλι στο Βερολίνο, the place to be for change σκέφτηκα εισχωρώντας λάθρα στο γκρουπ Αμερικανών τουριστών, «Twenty gears after the Wall came down, the city still pulsates with history, creativity, variety and diversity like nowhere else on earth. This is what makes Berlin truly unique» άφησα πίσω μου την φωνή της ξεναγού και μπήκα σε έναν χώρο με εκθέματα που συνδέονται με τις απόπειρες διαφυγής των Ανατολικογερμανών στη Δύση. Η επινοητικότητα και το θάρρος των δραπετών εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα τους επισκέπτες. Χρησιμοποιούσαν μικροσκοπικά κρυφά ντουλάπια σε αυτοκίνητα ή ειδικά κατασκευασμένες για το σκοπό αυτό βαλίτσες. Ποιο σύστημα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και να αποτρέψει με επιτυχία τον πόθο του ανθρώπου για ελευθερία; Κανένα! Από την στιγμή που χτίζεται ένα τείχος αρχίζει η αρχή του τέλους του. Η Γκρέτα πάλι, εντυπωσιάστηκε περισσότερο στην άλλη έκθεση με τον τίτλο «Από τον Γκάντι στον Βαλέσα», που παρουσίαζε την ιστορία των ειρηνικών εκστρατειών για την επικράτηση της δημοκρατίας στα ολοκληρωτικού τύπου καθεστώτα. Είκοσι χρόνια μετά ο Βαλέσα έπαιρνε μέρος στο festival of Freedom at the Brandenburg Gate, με τα μαλλιά του ασπρισμένα πια, κομμάτι ο ίδιος της σύγχρονης ιστορίας. Στις όχθες του ποταμού Σπρέε κατέληξε η βόλτα μας, στην αγαπημένή μας γέφυρα, είκοσι χρόνια μετά το πρώτο μας ραντεβού στο ίδιο αυτό σημείο, που ο Σίνκελ σχεδίασε τη γνωστή Σλόισενμπρικε. Η βόλτα αυτή τη φορά περιλάμβανε και την Πύλη του Βρανδεμβούργου, όπως σας είπα, βρίσκεται στο τέρμα της Ούντερ ντεν Λίντεν. Χρόνια τώρα στεφανώνεται από την Κβαντρίγκα, το τέθριππο που οδηγεί η Θεά Νίκη, και είναι το σύμβολο του Βερολίνου. Η πόλη, είκοσι χρόνια μετά, γιόρταζε, ακόμη και την ξενιτεμένη, πάντοτε θλιμμένη, Νεφερτίτη, λένε ότι είδαν να χαμογελά. «Είκοσι χρόνια μετά ξέρουμε τι φέρνει αποτελέσματα. Η ελευθερία φέρνει αποτελέσματα» σκέφτηκα ακούγοντας τους ηγέτες όλων των χωρών να μιλούν στη «νεκρή ζώνη» της άλλοτε διχοτομημένης πόλης, που είναι πλέον σύμβολο της ενωμένης Γερμανίας. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Πώς θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει ένα καθεστώς όπου ό,τι δεν ήταν απαγορευμένο…ήταν υποχρεωτικό;
Όμως, αρκετά σας ζάλισα με τα δικά μου, ώρα να επιστέψουμε στο Albrecht-Dúrer Haus, ααα να βλέπω και τους πρώτους τουρίστες να πλησιάζουν, μ’ αρέσει να ξεκινώ την αφήγηση πάντοτε με μια άλλη ιστορία πριν τους καλωσορίσω…Σήμερα σκέφτομαι να τους πω για την «Ωραία Πηγή», την βρύση από όπου το 1380 έπαιρναν νερό όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Ναι, ναι, θα τους μιλήσω για το σημείο εκείνο, όπου ο ερωτευμένος νεαρός τεχνίτης επέλεξε να σφηνώσει το μεγάλο δαχτυλίδι που φιλοτέχνησε μέσα σε μια νύχτα για να πείσει τον μάστορα να του δώσει την κόρη του για γυναίκα. Δεν σας κρύβω ότι πάντοτε με συγκινούν οι ιστορίες αγάπης, η Γκρέτα πάλι λέει ότι απλά είμαι ένας «Γκρέκο παραμυθάς»…
Μαρία Νικολάου
.....................................................................................................................................................................
Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 56) τον Φεβρουάριο 2010, πριν 15 χρόνια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου