Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Σουφλί, ένα νοσταλγικό «δασκαλοχώρι» Αναμνήσεις - απόψεις[Του Κωνσταντίνου Δημ. Γλύστρα, τ. Καθηγητή Τ.Ε.Ι.

Του Κωνσταντίνου Δημ. Γλύστρα, τ. Καθηγητή Τ.Ε.Ι.

 

 


 

Σουφλί, ένα νοσταλγικό «δασκαλοχώρι»

Αναμνήσεις - απόψεις

 

 «Ποτέ δεν πρέπει τα κλαδιά τις ρίζες να ξεχνάνε!

Γιατί αυτές αν ξεραθούν κι εκείνα θα χαθούνε!»

«Όποιος μένει στο παρελθόν ή σκέπτεται υπερβολικά το μέλλον, χάνει το παρόν!»

 

Ένας από τους παράγοντες που συγκροτούν τις αξίες του πολιτισμού και του παρελθόντος, είναι η παράδοση. Είναι αυτονόητο, ότι μέσα από την παράδοση το άτομο οδηγείται στη συνειδητοποίηση του εαυτού του, στον καθορισμό δηλαδή της οντότητάς του. Είναι βασικό ότι ποτέ πολιτισμός μιας γενιάς δεν δημιουργείται από το μηδέν. Ριζώνεται στην πορεία των γενεών που πέρασαν και το ρίζωμα αυτό είναι η παράδοση. Ο Φ. Κόντογλου γράφει: «Ένας λαός που έχει χάσει την παράδοσή του είναι σαν τον άνθρωπο που έχει χάσει το μνημονικό του. Το σήμερα και το αύριο είναι δεμένα με τα περασμένα. Το σήμερα θρέφεται από τα περασμένα και τα μελλούμενα από το σήμερα». Είναι ανάγκη, όμως, να επισημανθεί, πως κατά τη διατήρηση της παράδοσης θα πρέπει ν’ απομονώνονται τα νεκρά στοιχεία της. Διότι  μια παθητική στροφή στο παρελθόν, που εκδηλώνεται με ό,τι ονομάζουμε αρχαιολατρεία και προγονοπληξία, οδηγεί στον αναχρονισμό και στη συντηρητικότητα, δεδομένου ότι η στείρα προσκόλληση στο παρελθόν σημαίνει παρακμή. Κάθε παράδοση οφείλει να καλλιεργήσει τα θετικά της στοιχεία και να τα αναμορφώσει, βάσει των νέων αναζητήσεων, επιχειρώντας έτσι να συμμετέχει στο νέο πολιτιστικό δημιούργημα. Mόνο έτσι θα κατορθώσει να ξαναβρεί τη χαμένη του «ελληνικότητα» ο Νεοέλληνας.

………………………………………………………………………………………………………………………………….

Καθισμένος νωχελικά στη «μηχανή του χρόνου», γυρίζω νοερά 60 – 70 χρόνια πίσω (ως επί το πλείστον), τόσο, όσο μου επιτρέπεται, ώστε να έχω προσωπική άποψη για τα τεκταινόμενα μιας εποχής που έσβησε, αλλά εξακολουθεί να μας λούζει με τις ζωογόνες πνευματικές της ακτινοβολίες, κληροδοτημένες από μια αέναη πλειάδα άξιων δασκάλων, που ξεπηδούσαν ομαδικά από τα σπλάχνα του Σουφλίου, καταθέτοντας, έτσι, την ψυχή μου με τις «εκ βαθέων» ιερότερες αναμνήσεις της ζωής μου, που αναβλύζουν από τα μύχια του είναι μου. Αναπολώντας τα περασμένα, με απερίγραπτα συναισθήματα, ακατανόητα για όποιον δεν είχε την τύχη να είναι παρών κατά τα χρόνια που γράφονταν οι πιο λαμπερές κοινωνικοπολιτιστικές σελίδες του Σουφλίου μας, μέσα στο όνειρο της πολιτιστικής άνθισης εκείνης της εποχής, επιστρατεύω τη γέρική μου μνήμη, αναβιώνοντας «απ’ τα γκαζανάτα’μ’» (σ.σ. παιδικά μου χρόνια) συνθήκες, ήθη, νοοτροπία και φιλοσοφία της ζωής, που και η πιο δυνατή φαντασία του σύγχρονου νέου αδυνατεί να συλλάβει.

Στο παρόν «νοσταλγικό οδοιπορικό», συνειδητά, λοιπόν, παραβιάζω τα στενά και σαφή περιθώρια του τίτλου του κειμένου μου, περιγράφοντας εν τάχει τα της τότε ζωής, αποσκοπώντας και στη «μύηση» του αναγνώστη της σύγχρονης ζωής στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα  και στις συνθήκες μιας εποχής, που το Σουφλί αποτελούσε ένα πανθομολογούμενο ακραιφνές, μοναδικό, λαμπρό και αδιαμφισβήτητο «δασκαλοχώρι», όπου σχεδόν κάθε σπίτι του στέφονταν με την αναγνώριση της προσφοράς στην κοινωνία από ένα ή και περισσοτέρους χαρισματικούς δασκάλους.

 

Η ζωή στο Σουφλί: Συνθήκες διαβίωσης - τρόπος ζωής - ήθη και έθιμα - περιβάλλον

 

Το Σουφλί του περασμένου αιώνα, με  τα πολλά πλινθόκτιστα και τα λίγα πέτρινα σπιτάκια του - απλοϊκά ή αρχοντικά, πολλά δίπατα «κουκουλόσπιτα» - , με τις φωλιές των  πελαργών (κ. «λελιακαίοι») στις στέγες των σπιτιών, τις αυλές, τα πλατώματα, τις βρύσες στις πλατείες και τις επιβλητικές εκκλησιές του, αποτελούσε μια ιδιαίτερα γραφική και ονειρεμένη κωμόπολη, «χάρμα ιδέσθαι», που οι ρίζες της φτάνουν ως την Αλεξανδρινή εποχή. Κατά το μεταίχμιο του 19ου και του 20ου αιώνα οι πιο σημαντικές δραστηριότητες των Σουφλιωτών ήταν η σηροτροφία, η αμπελουργία, η οινοποιία και η καρροποιία. Μετά προστέθηκε και η μεταξουργία. Το Σουφλί ήκμαζε σα «μεταξοχώρι» και, στη συνέχεια, μεταμορφώθηκε σε (αμιγές) «δασκαλοχώρι», όπως η κάμπια σε πεταλούδα.

Ήταν τότε, που στο Σουφλί δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ούτε ραδιόφωνα, ούτε τηλέφωνα, ούτε αυτοκίνητα, ούτε τρεχούμενο νερό. Η σιδηροδρομική, όμως, γραμμή Αδριανούπολης-Δεδέαγατς (σημ. Αλεξανδρούπολη), της γαλλικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων  (ΣΓΕ), λειτουργούσε από το 1870! Οι ειδήσεις μεταδίδονταν από τον γραφικό τελάλη του Δήμου. Διαβάζαμε με τη βοήθεια της «γκαζόλαμπας» (σ.σ.: λάμπας πετρελαίου). Μπάνιο κάναμε στην «κουπάνα» (σ.σ.: σκάφη), στο «πλυσταριό». Ζεσταινόμασταν με τις ξυλόσομπες, τα τζάκια και τα μαγκάλια, ενώ για το μαγείρεμα χρησιμοποιούσαμε, κυρίως, τη «φουφού» και τη «γκαζιέρα». Οι μαθητές έπρεπε να είναι όλοι κουρεμένοι «με την ψιλή», ενώ οι μαθητές του οκταταξίου γυμνασίου (σημερινού γυμνασίου & λυκείου) φορούσαν πηλήκιο με το σήμα της κουκουβάγιας, με καρφιτσωμένο και τον αριθμό μαθητικής ταυτότητας εκάστου. Απαγορεύονταν η κυκλοφορία των μαθητών στους δρόμους μετά το σούρουπο. Πολλοί μαθητές του γυμνασίου έρχονταν στο γυμνάσιο καθημερινά, από τα γύρω χωριά (όπως Κορνοφωλιά, Λυκόφη, Μάνδρα), με τα πόδια, υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ο ποταμός Έβρος δεν είχε τα απαραίτητα αναχώματα και πλημμύριζε κάθε χρόνο, μετατρέποντας την αγορά του Σουφλίου σε…Βενετία με βάρκες. Το γυμνάσιο μετατρέπονταν σε…νησί.

Παρ’ όλα αυτά, εκείνη η εποχή ήταν ανείπωτα νοσταλγική και το Σουφλί προχωρούσε ακάθεκτο και απτόητο από τη μεταπολεμική του φτώχεια.

Είχαμε τις πόρτες των σπιτιών ανοιχτές, όπως και τις καρδιές μας. Το Σουφλί δεν ήταν βουβό, όπως έχει καταντήσει σήμερα, στην εποχή του άκρατου και αλόγιστου καταναλωτισμού. Οι κάτοικοί του έκαναν παρέα μεταξύ τους. Τώρα κάνουν ασταμάτητα παρέα με τους τηλεπαρουσιαστές της TV. Η «βόλτα» του Σουφλίου, με τα κατάμεστα ζαχαροπλαστεία, αποτελούσε ένα κορυφαίο κοινωνικό γεγονός. Οι γέροι («μπάμπις» κι «παππαίοι») διηγούνταν «μασάλια» στις αυλόπορτες των σπιτιών τους. Ανεπανάληπτα ήταν και τα φημισμένα, γεμάτα ζωντάνια, κέφι και ζωή «Σουφλιώτικα νυχτέρια» και οι «μαχαλάδες» των γυναικών. Μοναδικές ήταν και οι «χαρές» (σ.σ.: εορτές του γάμου), που χαρακτηρίζονταν από πολυήμερα τελετουργικά γλέντια. Αξέχαστα μου μένουν και τα πανηγύρια, αλλά και οι ομαδικές πρωτομαγιάτικες έξοδοι στην ύπαιθρο, με ασταμάτητους χορούς και τραγούδια, υπό τον ήχο βιολιού, κιθάρας ή ακόμα και ζουρνά ή γκάιντας. Το «πατιρντί» των κουκουλιών ήταν συνυφασμένο με βαριά δουλειά, αλλά και γλέντι στο «ξεκλάδωμα». Ιδιαίτερα γραφικές ήταν και οι «ζωοπανηγύρεις» στον κάμπο του Σουφλίου.

 

Αναπολώ το χάνι του Σαπουντζή, το βαρελοποιείο του Τζιαμτζή, τα καρροποιεία, τα σαγματοποιεία (σ.σ.: κατασκευαστήρια σαμαριών), τα πεταλωτήρια ζώων, τα τενεκετζίδικα, τα καρεκλοποιεία, τον πλανόδιο «αγανατζή» (σ.σ.: γανωτή), τον κατσίβελο επιτόπιο ακονιστή μαχαιριών, επισκευαστή ομπρελών και καρεκλών, τα ρακοκάζανα των παππούδων μου, τους «γιαχανάδες» (σησαμοτριβεία), το ποδηλατάδικο του «Δάσκαλη» (που μας «έτρωγε» όλο το χαρτζιλίκι), «του καντάρ’» (σ.σ.: τοπική ζυγαριά τροχοφόρων, όπως αμαξιών με καυσόξυλα), «του παζάρ’» (σ.σ.: εβδομαδιαία λαϊκή αγορά) με τις παραδοσιακές στολές των «βουνίσιων» επισκεπτών, τα παιδικά μας παιχνίδια, όπως «σβούρα», «γκάζις», «σκλέντζα, «κουτσό», «λέμπου», «μακρά γκατζιόλα», «ντάμα», «γκ’ντούλ’(ι)» κλπ.                          

Νοσταλγώ «του Σαρμπνάρ τ’ς Καρκατσελιάς», όπου πρωταντίκρισα το φως της ζωής, το 3ο Δημοτικό Σχολείο μου, που έχει καεί, τις γιορτές του μυσταγωγικού Άϊ Θανάση με τον Παπα-Σαλιάγκα, του μεγαλοπρεπούς Άϊ Γιώργη με τον Παπα-Νίκο και του ταπεινού Άϊ ‘Λιά με τον Παπα-Σπύρο, αλλά και τους γεμάτους ζωντάνια παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια, όπως το χορό της θρυλικής «Σουλτάνας Σουφλιωτούδας» (που τον χορεύει με πάθος και η Βιεννέζα σύζυγός μου, διερωτώμενη, όμως, πώς είναι δυνατόν, ο «εθνικός» χορός του Σουφλίου να έχει τουρκικό όνομα;).

Οι ερωτευμένοι έκαναν τις εξαιρετικές τους καντάδες, συχνά αμειβόμενοι με λουλούδια που έρχονταν μαζί με τις γλάστρες τους, «πεσκέσι» των πουριτανών πατεράδων των «μουσών».

Τα ήθη και τα έθιμα ήταν αναμεμιγμένα και με προκαταλήψεις, δοξασίες, ταμπού, δεισιδαιμονίες, σκοταδιστική νοοτροπία,  στενόμυαλα κουτσομπολιά, με τις αναχρονιστικές έννοιες του «προξενιού» και της «προίκας», που αποτελούσαν την «Αχίλλειο πτέρνα» μιας εποχής που, κατά τα άλλα, χαρακτηρίζονταν από άκρατη ανθρωπιά και συναδελφικότητα.

 

Σουφλιώτικη αρχιτεκτονική - διαρρύθμιση των παλιών σπιτιών

 

Ο ρόλος της σηροτροφίας ήταν καθοριστικός για την αρχιτεκτονική και τη χωροταξία του Σουφλίου, αντανακλώμενος και στη λαϊκή του παράδοση. Πρόκειται για την «αρχιτεκτονική του μεταξιού»: Δημιουργήθηκαν σηροτροφικά κτίρια, διαφόρων μεγεθών και τύπων, με το κοινό χαρακτηριστικό της εγκατοίκησης της οικογένειας στους χώρους εκτροφής του μεταξοσκώληκα. Μετά το 1860 κτίστηκαν μεγαλύτερα σηροτροφικά σπίτια, διώροφα ή και τριώροφα, τα λεγόμενα «κουκουλόσπιτα» (κ. «μπιτζικλίκια»), δηλ. βιοτεχνικά κτίρια-κατοικίες, όπως π.χ. του Μπογιατζή, του Καλέση, των αρχοντόσπιτων του Κουρτίδη (νυν δημοτικό Μουσείο Μετάξης), του Μπρίκα κ.α. Ήταν τότε, που το Σουφλί πάλλονταν στους ρυθμούς του μεταξιού, όπου για δύο μήνες άνθρωποι και μεταξοσκώληκες συμβίωναν παράξενα.

Η τυπική διαρρύθμιση των σπιτιών ήταν περίπου η εξής: Πολλά «κουκουλόσπιτα» ήταν διώροφα, με τη σάλα που έφερε τα «κρεβάτια για τα κουκούλια». Καρδιά του σπιτιού ήταν το καθιστικό. Οι παλιοί έτρωγαν σταυροπόδι στο «σουφρά», δίπλα στο αναμμένο τζάκι, όπου έβραζε το τσουκάλι με το φαγητό, πίνοντας νερό με το «μαστραπά» (σ.σ.: κύπελλο) από την «τσιάρδα» (σ.σ.: στάμνα), όπως συνηθίζονταν τότε στο Σουφλί. Στο υπνοδωμάτιο υπήρχε η «μουσάντρα». Τα καλά σπίτια διέθεταν και «μουσαφίρ οντά» (σ.σ.: τουρκ. δωμάτιο μουσαφιραίων ), τη μετέπειτα «υποδοχή», με την τραπεζαρία και το έπιπλο του «μπουφέ». Το «κιλάρ’»  (κελάρι) ήταν συνήθως ένας σκοτεινός και δροσερός αποθηκευτικός χώρος. Εκεί ήταν και η θέση του «φαναριού», για τη συντήρηση των τροφίμων. Ήταν το…ψυγείο της εποχής! Το «χαγιάτι» ήταν κι αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά  των «σπιτιών από μετάξι», όπως και το «πλυσταριό».

Πολεοδομία – Επιβλητικά, δημόσια κλπ., κτίρια, βιομηχανική αρχιτεκτονική: Τα εκπαιδευτήρια ξεχωρίζουν αρχιτεκτονικά. Φημισμένα παρέμειναν το νεοκλασικίζον (παλιό) Α΄ Δημοτικό Σχολείο και το (παλιό) Γυμνάσιο (1900), στο πνεύμα του μπαρόκ εκλεκτισμού, που στεγάζει σήμερα το Πνευματικό Κέντρο. Εντυπωσιακές ήταν (και είναι) και οι δύο εκκλησίες, λιθόκτιστες τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές, του «Καρκατσελιώτη» Άϊ Θανάση (1840) και του «Καμπιώτη»  Άϊ Γιώργη (1859). Στην αγορά υπήρχε η «πνύκα», με την επιγραφή «Τις αγορεύειν βούλεται;» (δηλ. «Ποιος επιθυμεί να εκφωνήσει λόγο;»).

Με το πλήγμα της απώλειας της Ανατολικής Θράκης παρατηρήθηκε ένθερμη στροφή προς την προϋπάρχουσα μεταξουργία και ιδρύονται εργοστάσια μετάξης. Τα «λείψανα» του μοναδικού πρωτοβιομηχανικού εργοστασιακού συγκροτήματος μετάξης (1909-1964) του Τζίβρε παραμένουν μέχρι σήμερα σιωπηλοί μάρτυρες μιας λαμπρής μεταξοπαραγωγικής εποχής,

Επισήμανση: Οι τυχεροί παππούδες μας έζησαν (ουσιαστικά στη διάρκεια μιας ζωής) την πλέον συγκλονιστική εποχή της τεχνολογικής εξέλιξης της γης, βιώνοντας το φωτισμό με δαδί, με γκαζόλαμπα, με ηλεκτρικό ρεύμα, την κατάκτηση της σελήνης (1969) και (ίσως) την τελευταία επανάσταση του ηλεκτρονικού υπολογιστή (1986).

 

 

 

Μαύρες σελίδες

 

Βαθειά παραφωνία στην προπεριγραφείσα νοσταλγία αποτελούν οι μαύρες σελίδες του φρικτού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και (κυρίως) του άγριου πατριδοκτόνου Εμφυλίου πολέμου, μια μακρόσυρτη ζοφερή και αποφράδα εποχή (1946-1949), της οποίας τις φρικαλεότητες έζησε η παιδική μου ψυχή, με ανεξίτηλες μέχρι σήμερα τραυματικές εμπειρίες. Μπορώ να λησμονήσω την - περί το 1948 - λυσσαλέα πολιορκητική «Μάχη του Σουφλίου» (παρ’ ολίγον μοιραία για τον τόπο μας) και τις άκρως νοσηρές θηριωδίες, αδιανόητες από μη διεστραμμένο νου, το σφυροκόπημα με βλήματα, τα «αμπριά», το «παιδομάζωμα», τις «παιδουπόλεις», τα ξεχασμένα δολοφονικά ναρκοπέδια; Οι πατεράδες μας υπηρετούσαν την Πατρίδα επί σειρά ατέλειωτων ετών για τη λευτεριά μας, ενώ σήμερα βιώνουμε, από αμελητέα παραστρατημένη μειοψηφία της «νεολαίας του φραπέ», συχνά πυκνά το δημόσιο κάψιμο του ιερού μας συμβόλου, της καταματωμένης Ελληνικής μας Σημαίας, μπροστά στα άπρακτα μάτια των αστυνομικών.

Μια άλλη εφιαλτική εμπειρία μου ήταν και η χωρίς προηγούμενο μεγάλη πυρκαγιά (περί το 1950), όπου σε μια νύχτα έγινε παρανάλωμα του πυρός το τελευταίο εναπομείναν ιστορικό κομμάτι της «αγοράς», του εμπορικού δηλ. κέντρου του Σουφλίου. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου οι μανιασμένες ειδοποιητικές κωδωνοκρουσίες και τα ουρλιαχτά των αλλόφρονων περαστικών με τους κουβάδες, μέσα στη μολυβένια νύχτα:

«Γιανγκ΄ν’(ι)! (σ.σ.: τουρκ. πυρκαγιά) Καίγητει ούλου του παζάρ’!».

 

Πνευματική - κοινωνική ζωή του Σουφλίου

 

Η πολυκύμαντη ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων αποδεικνύει ότι το Σουφλί ήταν (και εξακολουθεί να είναι)  σημαντικό κοινωνικοπολιτιστικό κέντρο. Στο Σουφλί ανθούσε ασταμάτητα πνευματική, πολιτιστική, καλλιτεχνική και αξιόλογη κοινωνική ζωή.

Τα δημοτικά σχολεία είχαν επίπεδο ανώτερο των σημερινών γυμνασίων. Οι γονείς μας, που μετά βίας αποφοιτούσαν από το Δημοτικό ή το φημισμένο Σχολαρχείο, διέθεταν ευρεία μόρφωση, συγκρίνοντας με το σήμερα. Μέχρι και γαλλικά διδάσκονταν στο σχολείο. Αρχικά οι δάσκαλοι σπούδαζαν στη γειτονική Αδριανούπολη.

Και αργότερα, όμως, στη δική μου εποχή, αλλά και μέχρι σήμερα, υπήρχαν και υπάρχουν πολιτιστικοί σύλλογοι, χορωδίες, δημοτικές μπάντες μουσικής πνευστών, μαντολινάτες κλπ. Τα σχολεία συναγωνίζονταν το ένα το άλλο, ανεβάζοντας τις (ερασιτεχνικές, αλλά ποιοτικές) παραστάσεις των μαθητών, ενώ, παράλληλα, καταγράφονται πλούσιες ομιλίες διαπρεπών δασκάλων και λοιπών μορφωμένων. Ποιος θ’ αμφισβητήσει την πνευματική προσφορά των αείμνηστων δασκάλων, όπως ο Αντώνογλου, ο Γκιρτζής, ο Λεωνίδας Τερζούδης, για ν’ αναφερθώ επιγραμματικά σε ορισμένους μόνο δημόσιους εκπαιδευτικούς λειτουργούς από την αστείρευτη δεξαμενή των άξιων εκπαιδευτικών του Σουφλίου, από τότε έως σήμερα, διανουμένων που συνέβαλαν ενεργά και στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου μας;  Ο μουσικός και δάσκαλός μου Κώστας Βογιατζής, με την φημισμένη του μαντολινάτα, δόξασε το Σουφλί σε μια τιτάνια περιοδεία στις ΗΠΑ, μαζί με τον τότε Δήμαρχο Σουφλίου, δάσκαλο Δημήτριο Σεϊτανίδη.

Με συγκίνηση θυμούμαι και τους πάμπτωχους μικρούς συνομήλικους βιοπαλαιστές, που ήταν, επί το πλείστον, πλανόδιοι μικροπωλητές, όπως τον εκλεκτό συμμαθητή μου Λέανδρο Καρατσιώλη και τον παιδικό μου φίλο, αείμνηστο Απόστολο Κακαλή (πουλούσε «τ’ς μπαμπαλιόρις τ’ Μίχου», φημισμένα μεγάλα κουλούρια), που έμελλε να γίνει όχι μόνο δάσκαλος και ιεροψάλτης, αλλά και ο μετέπειτα (μειλίχιος, ευρύνους και στοχαστής) πεφωτισμένος πνευματικός ηγέτης των Σουφλιωτών της διασποράς.

Πυλώνας των ηθών της εποχής μας ήταν το διακαές όνειρο, να μορφωθούμε, να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, να μετουσιωθούμε πνευματικά, ν’ αποκτήσουμε φτερά και να πετάξουμε μακριά από το τέλμα, ν’ ακουμπήσουμε τον ουρανό με τ’ άστρα, να προσφέρουμε στην Πατρίδα. Στα σωθικά μας φούντωνε μια άσβεστη φλόγα για γνώση.

Για να υπάρχει, όμως, και αντίλογος: Οι γεροντότεροι συχνά δυσανασχετούσαν με τις (ρηξικέλευθες για την εποχή) αντιλήψεις μας - αφού δεν τηρούσαμε τα «μπαμπίσια», τις δοξασίες δηλ. και τις αναχρονιστικές προκαταλήψεις των ηλικιωμένων, που επέμεναν να παραμένουν ταμπουρωμένοι πίσω από σκοταδιστικές αντιλήψεις του στιλ «Πίστευε και μη ερεύνα!» - , οπότε μονολογούσαν προαναγγέλλοντας: «Απ’ τ΄ς γραμματζμέν’(ι) θα μπατίσ’(ι) ντιουνιάς!», δηλ. «Από τους μορφωμένους θα προκληθεί η συντέλεια του κόσμου!». Είχαμε, λοιπόν, και τέτοια προβλήματα, εφ’ όσον ήμασταν «έργω» σιωπηλοί επαναστάτες και πολέμιοι ενός ξεπερασμένου κατεστημένου, «εισάγοντες καινά δαιμόνια».

 

Στην καρδιά του περασμένου αιώνα η σηροτροφία άρχισε να δέχεται (πέραν της γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου) και τα πλήγματα της επινοήσεως της συνθετικής μετάξης (1949). Έπαψαν να κτίζονται κουκουλόσπιτα, που αποτελούσαν και τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του Σουφλίου. Τα υπάρχοντα κουκουλόσπιτα άρχισαν σταδιακά ν’ αδειάζουν, οι μορεώνες να εξαφανίζονται. Οι τσιμινιέρες του ξακουστού μεταξουργικού εργοστασίου Τζίβρε έπαψαν να καπνίζουν. Η σηροτροφία αργοπέθαινε και με τη δύση του εικοστού αιώνα έπαψε να είναι το κύριο μέσο διαβίωσης της Σουφλιώτικης οικογένειας. Ευτυχώς που οι άξιες βιοτεχνίες μεταξωτών του Σουφλίου αγωνίζονται σήμερα, μαζί με τον Δήμο, να της δώσουν «το φιλί της ζωής».

Τα Σουφλιωτόπουλα, ζώντας μέσα σε ανείπωτη φτώχεια - αφού δε διέθεταν τις εύφορες περιοχές άλλων πόλεων του Έβρου - , έχοντας όμως και πνευματικά οράματα, παρακαταθήκη των άξιων δασκάλων τους, και διψώντας για γνώση και αντίστοιχη κοινωνική προσφορά, μη μπορώντας να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια της χώρας μας, προστρέχουν στη γειτονική «Ζαρίφειο Παιδαγωγική Ακαδημία» Αλεξ/πόλεως, όπου - συν τοις άλλοις - οι σπουδές διαρκούσαν μόνο δύο έτη. Έτσι, στις δεκαετίες του 1950, 1960, το Σουφλί ξαναζωντάνεψε τον τιμητικό τίτλο του «δασκαλοχωρίου».

 

Αν αποδεχτούμε τη διευρυμένη έννοια του όρου «δάσκαλος-εκπαιδευτικός», συμπεριλαμβάνοντας και τους πάσης φύσεως επιστήμονες, πνευματικούς ανθρώπους, επιτυχημένους στην κοινωνία, που «δίδαξαν» με το λειτούργημά τους, το παράδειγμά τους, τα επιτεύγματά τους και την προσφορά τους στην κοινωνία (ανατρέχοντας όχι μόνο στη μεταπολεμική και στη σύγχρονη εποχή, αλλά και στην ανθηρή και ακμάζουσα για το Σουφλί προπολεμική εποχή της ευημερίας, φτάνοντας μέχρι και στις ρίζες του περασμένου αιώνα), τότε η πνευματική αίγλη του «δασκαλοχωρίου» μας δεν έχει προηγούμενο, όπως συμβολίζει και ο επιστήμονας, συγγραφέας και πολιτικός Κωνσταντίνος Κουρτίδης, πλαισιωμένος και από άλλους, όπως τον Πολιτικό Μηχανικό Χαράλαμπο Καλπάκα, τον αλευροβιομήχανο και βουλευτή Χρίστο Γκαργκάνα, τον Καψαλίδη και από πολλές άλλες προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους, «πιονέρους της προόδου».

Πριν από 120 περίπου χρόνια, ο παππούς μου, Κων/τίνος Γλύστρας (κεραμοποιός-κτηματίας), ήταν από τους πρώτους που τόλμησαν να πετάξουν τη «στολή» με τη γαλάζια βράκα και να ντυθούν «ευρωπαϊκά», να φορέσουν δηλαδή «γαλλικό» (δηλ. το σημερινό) παντελόνι (γαλ. pantalon), πηγαινοερχόμενος με το τρένο στην Αθήνα, για να βλέπει τις αγαπημένες του οπερέτες. Ο άλλος μου παππούς επέμενε να φοράει τη βράκα, τα «σιαλβάρια» και τα τσαρούχια και η άλλη μου γιαγιά τα «καφτάνια» και τις «μπιντένις». Προπολεμικά παρατηρήθηκε μια φρενίτιδα με τη μόδα: Άνδρες και γυναίκες…ξεσάλωσαν. Η ραπτική και η κομμωτική αναπτύχθηκαν σε υψηλές τέχνες. Όποιος έχει αρχείο φωτογραφιών των προγόνων του θα πεισθεί για την ορθότητα των ως άνω.

Περί το 1950, ο αδελφός της μητέρας μου, Ηλίας Μπουντζιούκας, όντας ανώτατο στέλεχος της Υπηρεσίας Αμερικανικής Βοήθειας στην Ελλάδα (στα πλαίσια του μετεμφυλιοπολεμικού επισιτιστικού προγράμματος του «Σχεδίου Μάρσαλ»), οραματίστηκε, κατηύθυνε επιμελώς και πέτυχε να διοργανώσει, με απίστευτη επιτυχία, το υπέρλαμπρο και ονειρικό «Φολκλορικό Φεστιβάλ Σουφλίου», με υψηλούς Έλληνες και Αμερικανούς προσκεκλημένους, που το κινηματογράφησε και το έστειλε στα πέρατα του κόσμου, προβάλλοντας, έτσι την αγαπημένη του γενέτειρα.

Είμαι ιδιαίτερα περήφανος, που το δέντρο της ζωής μου είναι βαθιά ριζωμένο στα ιερά χώματα της μεταξένιας μας πατρίδας.

 

Προβληματισμοί: Τότε και τώρα

 

Με την ευκαιρία αυτή διακινδυνεύω συνειδητά να προβώ σε σύγκριση της στάθμης της τότε παιδείας, σε σχέση με σήμερα:

Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας ήταν πάμπτωχοι. Όχι μόνο δε συνδικαλίζονταν, αλλά δίνονταν «ψυχή τε και σώματι» στο εκπαιδευτικό τους λειτούργημα. Δίδασκαν ακούραστα πρωί-απόγευμα, έξι ημέρες την εβδομάδα. Μας γαλούχησαν με τα νάματα της Αρχαίας Ελληνικής Παιδείας. Μας ενέπνευσαν στόχους στη ζωή και το συναίσθημα της ανάγκης για αυθόρμητη προσφορά στην κοινωνία. Αλλά και η ανέχεια υπήρξε ισχυρό εφαλτήριο, ώστε να ξεφύγουμε από τη μιζέρια. Οι περίπου 35 συμμαθητές μου της ογδόης τάξης γυμνασίου σπούδασαν σχεδόν όλοι κι έγιναν επιστήμονες, σε όλο το φάσμα της επιστήμης. Χωρίς τη φλόγα της Αρχαίας Ελληνικής Παιδείας, που φούντωνε μέσα μας, θα παραπαίαμε κι εμείς στην αβεβαιότητα και την αδιαφορία των σημερινών νέων, που κατά μεγάλο ποσοστό παραμένουν ψυχροί και αδιάφοροι, χωρίς οράματα, ίσως και λόγω των τραγικών εργασιακών συγκυριών.

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι διεκήρυτταν  ακράδαντα ότι:

«Πατρός τε και μητρός και…πολιτιμότερον εστίν η πατρίς».

Ο Ν. Καζαντζάκης βροντοφώναζε, ότι «Ευθύνη βαριά βαραίνει κάθε Έλληνα, να συνεχίσει τον “Ελληνικό Θρύλο”!».

 

Σε αντίθεση με την εξιστορούμενη πνευματική έκρηξη και ψυχική καλλιέργεια του παρελθόντος, στη σημερινή πνευματικά  ανέραστη εποχή, δυστυχώς, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, η νεολαία στις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας βρίσκεται σε υπαρξιακή σύγχυση, κακομαθημένη από τους γονείς της, ταλαντευόμενη υπό το βάρος της ανεργίας, με σαθρά ή και καθόλου πρότυπα και με αμόρφωτους δασκάλους (σε συνταρακτικό ποσοστό), χωρίς αξίες, οράματα, στόχους, όνειρα και σκέψεις για το μέλλον, μέσα σ’ ένα σάπιο κοινωνικό ιστό, υπό το βάρος των συνεχών σκανδάλων της κοινωνίας που τους γέννησε, κατακλύζοντας με οκνηρία τα καφέ, αδιαφορώντας για την πνευματική τους κατάρτιση - παθητικοί ριψάσπιδες της βιοπάλης - και με ένα μικρό ποσοστό της να εκτονώνεται με παραβατικές και περιθωριακές συμπεριφορές, φτάνοντας στο σημείο της καταπατήσεως των πανεπιστημιακών χώρων, της δημιουργίας γιάφκας αναρχικών και άντρου τρομοκρατών, σχεδόν σε κάθε ΤΕΙ και ΑΕΙ, προπηλακίζοντας τους εκπαιδευτικούς τους, «κτίζοντας» πρυτάνεις μέσα στα γραφεία τους, λεηλατώντας τη δημόσια περιουσία, με συνεχείς αυταρχικές καταλήψεις, υπό το πρόσχημα του παρανοημένου «ακαδημαϊκού ασύλου», που έχει καταντήσει «άσυλο τρομοκρατών», ρίπτοντας , έτσι, «τα άγια τοις κυσί», δηλ. στους σκύλους (Ματθ. 7,6).

O tempora, o mores!” (λατ., ελεύθερα μεταφραζόμενο, «Ω τι φρικτή εποχή, ω τι φρικτά ήθη!»).

Α, ναι! Ξεχάσαμε και την, καθόλου ασήμαντη αριθμητικά, μειοψηφία των επονομαζόμενων «χλιδάνεργων», μια κατηγορία παρασιτοβιούντων νέων,  εραστών της χωρίς μόχθο καλοπέρασης, που έμαθαν να τα περιμένουν όλα από τους γονείς ή από την κοινωνία, απολαμβάνοντας ζωή πολυτελείας, χωρίς να θέλουν να προσφέρουν, «άχθος αρούρης» (δηλ. «βάρος της γης»).

Οι νέοι μας σήμερα χαρακτηρίζονται και από λεξιπενία και ημιμάθεια της ελληνικής γλώσσας, αφού δεν έχουν την τύχη να εκπαιδεύονται από δασκάλους του επιπέδου της δικής μας εποχής. Στις επαφές τους και στα SMS τους - ακόμα ενίοτε και στις απίστευτης «καλλιέπειας» σχολικές εκθέσεις τους - χρησιμοποιούν ως γλώσσα τα λεγόμενα greeklish (που προέρχεται από τον συνδυασμό greek-english), μια ελληνοαγγλική αργκό γλωσσική σαλάτα! Τι να πούμε και για το λεξιλόγιο της νέας γενιάς, με ξενικές παπαγαλοκραυγές, όπως «ουπς» (σ.σ.: «όπαλα»), «γουάου» (σ.σ.: επιφώνημα ενδείξεως θαυμασμού) κλπ; Η τραγική αυτή κατάσταση δεν ξενίζει, αφού και μια «ουχί ευκαταφρόνητη» μερίδα των σύγχρονων δασκάλων δε γνωρίζει επαρκώς τη μητρική μας γλώσσα.

Στη σημερινή εποχή αυτοακυρώνεται η περίφημη ρήση του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τον δάσκαλό του Αριστοτέλη: «Στους γονείς μου οφείλω το ζην, στους δασκάλους μου το ευ ζην».

Υπό τις σημερινές συνθήκες, όπου πλέουμε χωρίς πυξίδα, θα πρέπει να λέμε «…..στους άξιους (και μόνο σ’ αυτούς) δασκάλους μου οφείλω το ευ ζην!». Η δική μου γενιά είχε την τύχη και την ευτυχία να έχει καθ’ όλα άξιους δασκάλους.

 

Πρώτο μέλημα της Δημοκρατίας δεν είναι η ευημερία, όπως διατυπώνουν και διδάσκουν πολλοί, αλλά η παιδεία των πολιτών. Η Παιδεία είναι το σταθερό θεμέλιο της Δημοκρατίας. Όταν η Δημοκρατία περνάει κρίση (όπως, δυστυχώς, σήμερα στη χώρα μας) ή όταν η πνευματική καλλιέργεια κινδυνεύει, τότε η κατάσταση της κοινωνίας παρουσιάζεται συγκεχυμένη και οι άνθρωποι αρχίζουν να χάνουν τα σταθερά κριτήρια των αξιών. Ένα από τα σύγχρονα γνωρίσματα της σημερινής κοινωνίας, η οποία έχει τον τύπο και το περίβλημα της Δημοκρατίας, είναι η σύγχυση. Αυτή η σύγχυση απλώνεται παντού, είναι καθολική και τη συναντάμε σε όλους τους τομείς της ζωής, στην τέχνη, στην παιδεία, στη θρησκεία, στους νόμους κλπ. Όλα αυτά διαταράσσονται, όταν η πνευματική καλλιέργεια-Παιδεία μέσα σε μια Δημοκρατία παραμελείται και διαστρέφεται από διάφορα συνεργεία κοσμοθεωριών.

Όταν, λοιπόν, η Παιδεία-πνευματική καλλιέργεια υποχωρεί, εμφανίζονται στη σύγχρονη κοινωνία οι μηχανισμοί της προπαγάνδας, οι οποίοι με το συστηματικό τους γδούπο κουφαίνουν τους ανθρώπους και μωραίνουν τη νόηση τους, με αποτέλεσμα την πνευματική σύγχυση, την ηθική στρέβλωση και την κατατρόπωση του εσωτερικού κόσμου.

Σήμερα είναι επιτακτικό, όσο ποτέ, ν’ αναπτύξουμε την πνευματική καλλιέργεια, την Παιδεία, που αποτελεί το βάθρο μιας σωστής και όχι της σημερινής επίπλαστης Δημοκρατίας. Ας ξαναστραφούμε στην Αρχαία Ελληνική Παιδεία, εκσυγχρονίζοντάς την για τις σημερινές συνθήκες, ώστε να ξαναϊσχύσει αυτό που έγραψε ο Γκαίτε, μια από τις υψηλότερες κορυφές του Ευρωπαϊκού Πνεύματος:

«Ό,τι είναι ο νους και η καρδιά για τον άνθρωπο, είναι και η Ελλάδα για την ανθρωπότητα. Τους Έλληνες τους ανακηρύσσω ως Διδασκάλους της Ανθρωπότητας!».

 

Ελπιδοφόρα μηνύματα

 

Με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπιστώνω, ότι τα ψυχοδιαβρωτικά φαινόμενα των μεγαλουπόλεων δε χαρακτηρίζονται από την ίδια ένταση στην επαρχία. Βασιζόμενος στη θετική εμπειρία, τόσο του αδελφού μου, τ. δ/ντού λυκείου στην Αλεξανδρούπολη, όσο και της αδελφής μου, εν ενεργεία καθηγήτριας λυκείου στη Θεσσαλονίκη, αλλά και από την εμπειρία μου από τις επαφές μου με εκλεκτή ομάδα νέων στο Σουφλί, αναλογιζόμενος και τον μεγάλο αριθμό των σημερινών νέων Σουφλιωτών διανοουμένων, που συνεχίζουν επάξια τη μακραίωνη πνευματική μας παράδοση, χαίρομαι διαπιστώνοντας με καμάρι ότι «υπάρχει συνέχεια!».

Παιδιά μου!

Ήγγικεν η ώρα να τείνετε το χέρι, να σας παραδώσουμε τη μακραίωνα φεγγοβολούσα δάδα του Σουφλιώτικου πνεύματος, Διαφυλάξτε την ευλαβικά άσβεστη, υποσχόμενοι εμπράκτως το  «Άμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες» (δηλ. «Εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι» - από εσάς -), με στόχο να μη σταματήσει το Σουφλί ν’ αποτελεί αδιάκοπο λαμπρό πνευματικό ακριτικό φάρο, στέλνοντας την ακτινοβολία του στα πέρατα και όπου δει, προς τέρψιν των ψυχών των αναρίθμητων αείμνηστων Σουφιωτών «δασκάλων», με την παρακαταθήκη τους να συνεχίσουμε στο πνεύμα που μας κληροδότησαν, ώστε το Σουφλί να εξακολουθεί να φέρει επάξια τον τιμητικό τίτλο «Δασκαλοχώρι»!

Μόνο έτσι θα επισφραγίζεται και το βαθύ νόημα του τίτλου του Ύμνου του Σουφλίου (του αείμνηστου Σουφλιώτη δασκάλου-μουσικού Κώστα Βογιατζή) «Το Σουφλί θέλει να ζήσει και θα ζήσει!»   

                                                                                                           
                                                                                                                                        Κων. Δ. Γλύστρας

                                                                                                        Διπλ. Μηχ/γος Μηχανικός

                                                                                                        τ. καθηγητής ΤΕΙ

 

Αποτίω φόρο τιμής, σεβασμού και αναγνωρίσεως προς τις άξιες Σουφλιωτοπούλες καθηγήτριές μου στο γυμνάσιο, κ.κ. Τότα Χαραμπάρα-Κοβατζή & Μαρίκα Μπάμνιου-Πανταζίδου, φιλολόγους, που μου δίδαξαν σωστά αρχαία ελληνικά, νέα ελληνικά και λατινικά και προς την αείμνηστη Ευτυχία Κισσοπούλου-Καρακύριου, θεολόγο, που, με το παράδειγμά της, μου ενέπνευσε ήθος και αξιοπρέπεια. Αγωνίστηκα να μη τις απογοητεύσω ως προς τις προσδοκίες τους. Δεν ξέρω, αν τα κατάφερα.

 

Σημ.: Οι ιστορικές πληροφορίες του παρόντος επ’ ουδενί αποτελούν επιστημονικό πόνημα, περιοριζόμενες απλώς στις αυθόρμητες παιδικές μου αναμνήσεις, χωρίς άλλες βοηθητικές πηγές ή βιβλιογραφία.

................................................................................................................................................................

Είχε δημοσιευτεί στον Βορέα(τεύχος 58) τον Απρίλιο 2010, πριν 15 χρόνια!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου