40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΗΣ «ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ»
ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΘΡΑΚΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Με την άμεση αφήγησή του θεωρείται ως ο «θεμελιωτής της βιωματικής πεζογραφίας»
Σαράντα (40) χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον θάνατο του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου (1927-1985), η οικογένεια του οποίου καταγόταν από την Ανατολική Θράκη και ίδιος βίωσε σε μικρή ηλικία τις δυσκολίες των προσφύγων να ενταχθούν και να ορθοποδήσουν στις νέες πατρίδες του με τη Θεσσαλονίκη να αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα των προσφύγων όπως αυτός γράφει στο ομώνυμο βιβλίο του.
Σ.Τ.Β.
«Ο Ιωάννου της άμεσης αφήγησης»
Του Βασίλη Ρούβαλη
«Χαρίστε βιβλία! Είναι ο μόνος τρόπος για να πάρει βάθος η ευλογημένη αυτή νομπελίτιδα …», έγραφε ο Γιώργος Ιωάννου στην εφημερίδα «Πρωινή Ελευθεροτυπία» (05.01.1979), υποστηρίζοντας τη χρεία της ανάγνωσης, το κέντρισμα του ενδιαφέροντος ώστε να δημιουργηθούν νέοι βιβλιόφιλοι, να γραφούν καλύτερα βιβλία, να υπάρξει μια πνευματική άνοιξη στον τόπο. Λόγος και σκέψη, με επικαιρότητα, διαχρονική αξία, αμεσότητα παρελθόντος – παρόντος, που καταγράφηκε σε μια σειρά επιφυλλίδων, τις οποίες οι συγγραφέας δημοσίευε μεταξύ 1979 -1980 στην εφημερίδα που διηύθυνε ο Κώστας Νίτσος. Τα «Κοιτάσματα», περιέχοντας τριάντα τέσσερα –δημοσιεύματα ή ανέκδοτα – κείμενα του Γ. Ιωάννου, επανακυκλοφορούν ύστερα από 22 χρόνια (εκδόσεις «Κέδρος»), δίνοντας την αφορμή για μια επαναπροσέγγιση του «θεμελιωτή της βιωματικής πεζογραφίας» και, εν προκειμένω, συνάμα γλαφυρού και απαιτητικού ύφους στη δημοσιογραφική γραφίδα του.
Ο Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη, Θεσσαλονίκη, 1927-1985) αναζήτησε την ουσιώδη έκφραση ή ουσία μέσα από τη λογοτεχνία. Ήταν γόνος οικογένειας από την Ανατολική Θράκη. Πέρασε τα παιδικά και τα μαθητικά χρόνια του στη συμπρωτεύουσα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της πόλης (1947-1950). Από το 1950 εργάστηκε ως καθηγητής σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία, ενώ το 1971 μετατέθηκε στην Αθήνα.
Ο αναπάντεχος θάνατός του ( επιπλοκή ύστερα από εγχείρηση) στέρησε τα ελληνικά γράμματα από έναν άμεσο αφηγητή της σύγχρονης ιστορικής συγκυρίας. Το έργο του τοποθετείται στη μεταπολεμική λογοτεχνική δημιουργία, χάρη στο οποίο σκιαγραφούνται η περίοδος της Κατοχής, η Εθνική Αντίσταση, ο Εμφύλιος, οι μεταπολεμικές δεκαετίες. Παρανομαστής, η ευαίσθητη ματιά και το υποβλητικό υπόβαθρο της λογοτεχνικής φωνής του. Ως εκ τούτου, οι συγκεντρωμένες συνεντεύξεις του «Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής», καθώς και το «Κατοχικό ημερολόγιο» (1996 και 2000, αντίστοιχα) δίνουν μια περιεκτική εικόνα του συγγραφέα και της εποχής του.
Μύστης του κρυφού στον έρωτα και του «εσωτερικού» λόγου, παράλληλα με τους συνομηλίκους και τους συντοπίτες του Ντίνο Χριστιανόπουλο και Νίκο Ασλάνογλου, ο Γιώργος Ιωάννου έγραψε ποίηση αρχής γενομένης με τα «Ηλιοτρόπια» (1954) και κατόπιν με τη συλλογή «Τα χίλια δέντρα» (1963), σύνολο ογδόντα ποιήματα έντονης ερωτικής διάθεσης. Αργότερα, στρεφόμενος στην πεζογραφία, η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα της φωνής του αποκτάει ευρύτητα χάρη στο χιούμορ, την ελευθεροστομία, την καυστικότητα, την ειρωνεία. Γι’ αυτό και διαβάστηκε πολύ. Έγινε αγαπητός συγγραφέας, εκτιμήθηκε η τέχνη του. Τα «Για ένα φιλότιμο» (1964), «Σαρκοφάγο» (1071), «Δικό μας αίμα» (1978 – Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1980), «Πολλαπλά Κατάγματα» (1981), «Πρωτεύουσα των προσφύγων» (1984), το παιδικό «Ο Πίκος και η Πίκα» (1986) εξακολουθούν να προσελκύουν την ανάγνωση. Στην εκτενή εργογραφία του περιλαμβάνονται διηγήματα, δοκίμια και μελέτες, θεατρικά έργα, μεταφράσεις, ενώ ίδρυσε και διηύθυνε το βραχύβιο περιοδικό «Το Φυλλάδιο», το οποίο έγραφε από αρχής μέχρι τέλους ο ίδιος.
Το διάστημα που εργάστηκε κρατώντας τη στήλη «Κοιτάσματα» στην «Πρωινή Ελευθεροτυπία», με παραίνεση των δημοσιογράφων Αχιλλέα Χατζόπουλου και Βίκτωρα Νέτα, αφοσιώθηκε στη συγγραφή χρονογραφήματος, αποσκοπώντας, όπως έλεγε, στην προβολή των «πνευματικών πραγμάτων». «Όταν δημοσιεύω σε εφημερίδα, μέσα σε λίγες ώρες καταλαβαίνω την απήχηση. Και δεν είναι μόνο τα τηλεφωνήματα ή οι απ’ ευθείας κουβέντες. Τις λίγες εκείνες ώρες που κρατάει το άνθισμα ενός φύλλου, έχω την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση πως πασπατεύομαι από χέρια αόρατα, χαϊδεύομαι ή βρίζομαι, είμαι δηλαδή σε δέσιμο, σε δεσμό, με τους ανθρώπους …», ανέφερε στο προλογικό του σημείωμα.
Η έκδοση των κειμένων αποτελεί ένα πολύχρωμο, σατιρικό ή παραινετικό, καλειδοσκόπιο των αθέατων πτυχών της καθημερινότητας. Ενδεικτικά, γράφει για το τσιγάρο: «Στην αρχή πρέπει να θεριέψει η απελπισία μέσα μας. Απελπισία για τη κατάστασή μας, για τις συνέπειες, που με μαθηματική ακρίβεια, λίγο έως πολύ, επέρχονται. Για το θέριεμα της απελπισίας, καλό είναι να αφήνεται κανείς να κατακλύζεται από τη σχετική διαφώτιση. Να μην την αποφεύγει, να της παραδίνεται. Κι ας μην κάνει τίποτε άλλο». Αλλά και για τις διαφημίσεις, αειφόρως ευφάνταστες, στα τηλεοπτικά κανάλια: «Επί της οθόνης, μια ξανθή ή κάτι τέτοιο γόησσα ξεγυμνώνεται για να πάρει το αφρόλουτρο της. Στην επόμενη σκηνή η γόησσά μας βρίσκεται μέσα στην μπανιέρα μαζί με έναν γόη, ολόγυμνο φυσικά, που κι αυτός επίσης παίρνει το αφρόλουτρό του με το περίφημο εκείνο αφρολουτρικό. Ο πλούσιος αφρός, που είναι και το μεγάλο προσόν του προϊόντος, τους σκεπάζει σώζοντας τα προσχήματα και τα σχήματα. Ευτυχώς …».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου